Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Δρ. Ιωάννης Ν. ΛίληςΟ άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής


εκλ. Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης
 
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής
 
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριε,
Σεβαστοί Πατέρες,
 Αγαπητοί Αδερφοί,
Καταρχήν αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχαριστήσω θερμά Σεβασμιώτατε, και μέσω του προσώπου σας ολόκληρο το ποίμνιο της θεοσώστου επαρχίας Σας, για την τιμητική πρόσκληση προς το πρόσωπο μου να είμαι σήμερα μαζί σας, ως ομιλητής, σε αυτήν την λατρευτική σύναξη, σε μία πολύ σπουδαία ημέρα και για μένα καθώς εορτάζει ο πολιούχος της ιδιαίτερης πατρίδος μου της Θεσσαλονίκης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος εκτός της αγιότητος του είναι και σπουδαίο κεφάλαιο μελέτης και για τη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία, την οποία διακονώ.
Πράγματι σήμερα, Β΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και Πολιούχου της πόλεως αυτής, συγκεκριμένα συμπολιούχου του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ο Άγιος Γρηγόριος είναι υπόδειγμα ασκήσεως και προσευχής καθώς καθιέρωσε με τις μελέτες του την μονολόγιστη προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με και μας έμαθε πως πρέπει να προσευχόμαστε καρδιακά κάθε στιγμή της ημέρας. Όμως η διδασκαλία του συνέβαλε ιδιαίτερα και στη διατύπωση ενός πολύ σπουδαίου κειμένου, του Συνοδικού Τόμου του 1351. Γι’ αυτούς του δύο λόγους η εκκλησία μας προτάσσει τον Γρηγόριο Παλαμά ως παράδειγμα ασκήσεως και προσευχής σε μία πολύ λεπτή περίοδο του λειτουργικού της κύκλου, αυτού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο όπου προετοιμαζόμαστε για να εισέλθουμε συνειδητοποιημένοι στην Εβδομάδα των Παθών, αλλά και τοποθετείται αμέσως μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας καθώς και ο Παλαμάς συνέβαλλε στη διατύπωση και τον καθορισμό του Ορθοδόξου Δόγματος.  Ουσιαστικά ο Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ο πρώτος ασκητής που τιμάται από την Εκκλησία μας αυτήν την περίοδο καθώς η πρώτη δεν είναι αφιερωμένη σε πρόσωπο αλλά στην ίδια την Ορθοδοξία και στην τιμή των εικόνων, γιατί υποστήριξε τον ησυχασμό και την άσκηση. Να σημειώσουμε εδώ πως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Ιωάννης της Κλίμακος και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία είναι οι τρεις εκκλησιαστικές μορφές που προτάσσονται από την λατρευτική μας ζωή αυτήν την περίοδο ως πρότυπα ασκήσεως και μετάνοιας. Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, ως γνωστόν, είναι αφιερωμένη στον Σταυρό του Κυρίου.
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη φθίση και πλήρη παρακμή του Βυζαντίου, ουσιαστικά λίγο πριν το 1453. Με το θάνατο του κλείνει μία περίοδος 11 αιώνων, πλήρους θεολογικής παραγωγής, αρχής γενομένης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ. που εγκαινιάζεται με τον Μεγάλο Αθανάσιο. Ευτυχής συγκυρία το κλείσιμο της βυζαντινής αυτοκρατορίας να συμπίπτει με τον μεγάλο αυτό θεολόγο. Όσο και αν φαίνεται παράξενο τα κείμενα του Γρηγορίου Παλαμά έγιναν γνωστά στον ελλαδικό χώρο πριν από λίγες δεκαετίες, από το 1960 και εξής. Συγκεκριμένα το 1957 ένας πολύ σπουδαίος θεολόγος και μετέπειτα Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης, ελληνοαμερικάνος με σπουδές πατερικής θεολογίας σε ένα εκ των πρώτων πανεπιστημίων του κόσμου, το Harvard, υποστήριξε στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας τη διδακτορική του διατριβή με θέμα το προπατορικό αμάρτημα. Σε μία διαφωνία που είχε με τον Καθηγητή της Σχολής Παναγιώτη Τρεμπέλα κατά τη διάρκεια της δημόσιας υποστήριξης της διατριβής, ο Ρωμανίδης είπε πολύ απλά μα αυτό το λέγει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και τότε αφοπλιστικά ρώτησε ο Τρεμπέλας ποιος είναι ο Παλαμάς αφήνοντας άφωνο τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη για την άγνοια του Καθηγητού πάνω στα κείμενα ενός τόσο γνωστού βυζαντινού θεολόγου. Έτσι αφού η διατριβή ψηφίστηκε με μεγάλη δυσκολία, από το 1960 άρχισε η έκδοση των κειμένων του Γρηγορίου Παλαμά από τον Καθηγητή Πατρολογίας της Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Χρήστου με μία πλειάδα τότε νέων πανεπιστημιακών βοηθών και μετέπειτα Καθηγητών. Η διατριβή του Ρωμανίδη και οι άοκνες προσπάθειες του αειμνήστου Καθηγητού Παναγιώτη Χρήστου είχαν ως αποτέλεσμα ο Γρηγόριος ο Παλαμάς να γίνει πολύ γνωστός στο ευρύ αναγνωστικό κοινό του ελλαδικού χώρου. Άλλωστε η Εκκλησία δεν θέλει τα μέλη της απλώς να αναφέρουν κάποια ονόματα αγίων ή ξερά τη βιογραφία τους χωρίς να γνωρίζουν σε βάθος το μεστό περιεχόμενο των έργων τους.
Τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία σώζονται σήμερα, είναι στην πλειονότητα τους κηρύγματα, τα οποία εκφωνούσαν στις επαρχίες τους οι Πατέρες, οι οποίοι ήταν όλοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ποιμένες, είτε στις κυριακάτικες θείες λειτουργίες είτε σε κάποιες σημαντικές λατρευτικές περιόδους του εορτολογίου μας. Γνωρίζουμε πως το σωζόμενο σήμερα κείμενο τους δεν είναι ακριβώς το ίδιο κείμενο που διάβασαν κάποτε στη εκκλησία. Από ότι φαίνεται οι Πατέρες Θεολόγοι πρώτα κήρυτταν ή από στήθους ή με κάποιες σημειώσεις και κατόπιν έγραφαν το κείμενο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, είτε οι ίδιοι είτε κάποιο επιτελείο μορφωμένων ανθρώπων στους οποίους είχαν αναθέσει αυτό το έργο. Αυτήν την πολύ σημαντική λεπτομέρεια την γνωρίζουμε από τους φιλολόγους, οι οποίοι σημειώνουν πως η γλώσσα των σωζομένων σήμερα κειμένων τους, δεν είναι η καθημερινή ελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι της εποχής αλλά η γλώσσα των λογίων που χρησιμοποιούνταν για ένα εξειδικευμένο κοινό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως το μνημειώδες έργο του Μεγάλου Βασιλείου Εἰς τήν Ἑξαήμερον. Το συγκεκριμένο έργο είναι μία σειρά εννέα κηρυγμάτων που εκφώνησε ο ιεράρχης στην επαρχία του στους κατανυκτικούς εσπερινούς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 376 μ.Χ. Τα κηρύγματα αυτά που κάποτε εκφωνήθηκαν σε ένα περιορισμένο εκκλησίασμα αποτελούν σήμερα σπουδαίο κεφάλαιο της ελληνικής γραμματείας, γεγονός που δείχνει πόσο πεπαιδευμένοι άνθρωποι ήταν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν φρόντιζαν μόνο για το κήρυγμα του θείου λόγου στο ποίμνιο που ήταν εκείνη την ώρα παρόν, αλλά και για την ενημέρωση των λογίων ανθρώπων που ίσως να μην ήταν και βαπτισμένοι, με αποτέλεσμα τα κείμενα τους να μείνουν στις επόμενες γενιές ως διαμάντια του πολιτισμού. Σήμερα αποτελούν αντικείμενο μελέτης διδακτορικών διατριβών στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και τα χειρόγραφα στα οποία βρέθηκαν κοσμούν τα πιο φημισμένα μουσεία.
Έτσι παρατηρούμε πως και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας άφησε 63 Ομιλίες, οι οποίες εξηγούν σχεδόν ολόκληρο το λειτουργικό έτος της Εκκλησίας μας. Βέβαια εκτός από τα καθαρώς κηρυγματικά του έργα ο Παλαμάς μας άφησε και επίσημες θεολογικές πραγματείες όπου εξηγεί και αναλύει βαθύτατα δογματικά ζητήματα. Σήμερα σώζονται δύο έργα του Γρηγορίου Παλαμά με τους τίτλους Πρῶτος Λόγος ἀποδεικτικός περί ἐκπορεύσεως τοῦ ‘Αγίου Πνεύματος και Δεύτερος Λόγος ἀποδεικτικός περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τα οποία γράφτηκαν το 1336, μέσω των οποίων ο Παλαμάς αναφέρεται στην άχρονη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος μόνο από τον Πατέρα, το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Επίσης από το πλούσιο συγγραφικό έργο του Γρηγορίου Παλαμά σήμερα σώζονται και αρκετές επιστολές του, τις οποίες έστειλε σε συγκεκριμένους θεολόγους της εποχής όπου τους αναλύει βαθύτατα θεολογικά ζητήματα. Έτσι σήμερα έχουμε στη διάθεση μας τρεις Ἐπιστολαί πρός Ἀκίνδυνον, δύο Ἐπιστολαί πρός Βαρλαάμ αλλά και την Ἐπιστολή πρός τήν αὐτοκράτειραν Ἄνναν Παλαιολογίναν μέσα από τις οποίες παρακολουθούμε και τη θεολογική παραγωγή αλλά και την επιστολογραφία της εποχής εκείνης.
Σε όλα αυτά τα έργα, είτε είναι Ομιλίες, είτε πραγματείες, είτε Επιστολές ο Παλαμάς έχει ένα και μοναδικό στόχο˙ να αναλύσει και να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή, ώστα να μας πει με σαφήνεια ποιο είναι το δόγμα. Τον ίδιο στόχο έχουν και όλοι οι προηγούμενοι θεολόγοι – συγγραφείς. Το προαναφερθέν έργο του Μ. Βασιλείου Εἰς τήν Ἑξαήμερον αναλύει τους πρώτους είκοσι έξι στίχους από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Γένεσις της Παλαιάς Διαθήκης.
Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα ενιαίο βιβλίο όπως φαίνεται στα μάτια του σύγχρονου αναγνώστη. Είναι μία σειρά χιλιάδων χειρογράφων, τα οποία βρέθηκαν σε δεκάδες αντιγραφές στο διάβα των αιώνων. Η εφεύρεση της τυπογραφίας, η οποία συνέβηκε βέβαια 15 αιώνες μετά τη συγγραφή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είχε ως αποτέλεσμα να φαντάζουν στα μάτια μας ως ένα βιβλίο. Στην επιστήμη της θεολογίας υπάρχει σήμερα εξειδικευμένος κλάδος, αυτός των λεγομένων Βιβλικών Σπουδών, ο οποίος μας πληροφορεί πως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε μπροστά του ακριβώς το ίδιο κείμενο της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, με αυτό που έχουμε και εμείς σήμερα. Τον 14ο αιώνα που έζησε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε αποκρυσταλλωθεί ο κανόνας της Αγίας Γραφής και στον αριθμό των βιβλίων και στο περιεχόμενο του κειμένου με τη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα. Φυσικά όταν ζούσε ο Χριστός δεν είχε γραφτεί ακόμα η Καινή Διαθήκη καθώς το πρώτο κείμενο της, το ευαγγέλιο του Μάρκου, γράφτηκε 20 χρόνια περίπου μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου (ούτε βέβαια ο απόστολος Παύλος είχε γράψει τις περίφημες επιστολές του). Επομένως στις μέρες του Χριστού υπήρχε μόνο η Παλαιά Διαθήκη, την οποία διάβαζε όλος ο εβραϊκός λαός, στη Συναγωγή, κάθε Σάββατο. Οι Εβραίοι δεν την είπαν ποτέ η Παλαιά Διαθήκη εφόσον δεν δέχτηκαν ποτέ την Καινή, αλλά η Γραφή ή οι Γραφές ή οι αρχαίοι. Ο Χριστός συνήθιζε να λέγει : «ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις» και συνέχιζε τη διδασκαλία του όπως «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ και οδόντα αντί οδόντος…» ή «οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς ὅρκους σου». Άλλωστε η Παλαιά Διαθήκη ήταν το βιβλίο μέσα από το οποίο μάθαιναν τα πρώτα γράμματα, την εγκύκλια παιδεία, όλα τα παιδιά των εβραίων μέχρι τα 12 τους χρόνια.
Ο Χριστός διάλεξε ένα Σάββατο στη συναγωγή της Ναζαρέτ, της γενέτειρας του, ακριβώς την ώρα που διάβαζαν τις Γραφές, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη, για να εμφανιστεί για πρώτη φορά δημοσίως – συγκεκριμένα ήταν η ημέρα που θα διάβαζαν το χειρόγραφο του προφήτη Ησαΐα. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί πολύ ωραία γι’ αυτήν την πρώτη εμφάνιση του Χριστού. Στο 4, 16 – 22 του ευαγγελίου του γράφει : «Ύστερα ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε μεγαλώσει. Το Σάββατο πήγε όπως συνήθιζε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει τις Γραφές. Του έδωσαν το χειρόγραφο με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα. Ο Ιησούς το ξετύλιξε και βρήκε το σημείο που ήταν γραμμένο το εξής («καί ἀναπτύξας τό βιβλίον εὗρε τόν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον» Λουκ. 4,17) : «το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους συντετριμμένους ψυχικά. Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο κύριος θα φέρει τη σωτηρία στον λαό του». Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωση της η προφητεία που μόλις ακούσατε» («ἤρξατο δέ λέγειν πρός αὐτούς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς ὠσίν ὑμῶν» Λουκ. 4,21). Η συγκεκριμένη σκηνή σώζεται από τρεις ευαγγελιστές, τον Ματθαίο, τον Μάρκο και τον Λουκά (Μτ 13, 53 – 58, Μαρκ. 6, 1 – 6, Λουκ. 4, 16 – 30), αλλά μόνο ο Λουκάς σώζει το ακριβές κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο χρησιμοποίησε ο Χριστός για να εγκαινιάσει την πρώτη δημόσια εμφάνιση του. Οι άλλο δύο ευαγγελιστές δεν αναφέρουν καθόλου ποιο ακριβώς κείμενο χρησιμοποιήθηκε από τον Χριστό εκείνη την ημέρα. Δύο στίχοι του προφήτη Ησαΐα χρησιμοποιούνται από το Χριστό ως το καλύτερο βοήθημα για να δείξει το ποιος είναι. Ο Λουκάς έγραψε το συγκεκριμένο κείμενο περίπου 25 χρόνια μετά από αυτήν τη σκηνή. Πως ήξερε το ακριβές κείμενο; Οι ερευνητές θεολόγοι εικάζουν πως α) ή ο Λουκάς άκουσε προφορικά από άλλους πιστούς της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας ποιο ήταν το κείμενο β) βάζει ο ίδιος κάποιο τυχαίο χωρίο ή γ) πήγε και έψαξε μόνος του στη συναγωγή της Ναζαρέτ ποιο ήταν το κείμενο που διαβάστηκε πριν 25 χρόνια εκείνο το Σάββατο. Αν ισχύει η Τρίτη υπόθεση γίνεται εμφανέστατη η εμβρίθεια και ερευνητική ικανότητα του ιατρού ευαγγελιστή Λουκά.
Λαμβάνοντας αυτήν την παρακαταθήκη δεν ήταν δυνατόν και ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να αναπτύξει τη θεολογία του χωρίς να στηριχτεί έντονα στα βιβλικά κείμενα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Βλέπει στην Παλαιά Διαθήκη μία σειρά θεοφανειών, αρχής γενομένης του κήπου στον παράδεισο όπου εμφανιζόταν  Θεός στους πρωτόπλαστους με συνέχεια τη φιλοξενία των τριών αγγέλων από τον Αβραάμ στις βελανιδιές του Μαμβρή, της καιομένης βάτου με πρωταγωνιστή τον Μωϋσή, ακολουθεί μία μακρά σειρά θεοφανειών που κορυφώνονται στην Καινή Διαθήκη με την ενανθρώπιση του Κυρίου, η οποία βέβαια είναι η τέλεια θεοφάνεια καθώς είδαμε το Θεό όσο καλύτερα μπορούσαμε : έγινε άνθρωπος, με όλα τα περιστατικά της ζωής του Κυρίου, κορυφαίο των οποίων είναι η θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ. Από εκεί και πέρα κάθε θεία λειτουργία, μετά την Πεντηκοστή, είναι μία θεοφάνεια καθώς βλέπουμε τον Χριστό, την τέλεια θεοφάνεια. Στην πορεία της Εκκλησίας κατά την επόμενη φάση της από αυτή που διανύουμε τώρα, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, η θεοφάνεια αυτή θα είναι εντελώς ξεκάθαρη.
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1359. Θεωρείται δικαίως ως η μεγαλύτερη θεολογική προσωπικότητα της υστεροβυζαντινής περιόδου. Ο πατέρας του ήταν υψηλός αξιωματούχος της Κωνσταντινουπόλεως, συγκλητικός, αλλά τον έχασε πολύ νωρίς σε ηλικία επτά ετών. Στην γενέτειρα του έμαθε τα πρώτα του γράμματα και κατόπιν σπούδασε φιλοσοφία κοντά στον σπουδαίο δάσκαλο Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος ήταν πρύτανις του Πανεπιστημίου και Πρωθυπουργός. Μάλιστα σώζεται μία χαρακτηριστική αναφορά του Μετοχίτη για τον Παλαμά. Σε μία διάλεξη του που έγινε στα ανάκτορα για τη συλλογιστική μέθοδο του Αριστοτέλη ο Μετοχίτης αναφερόμενος στον Παλαμά είχε πει πως και ο Αριστοτέλης ακόμα, αν ήταν παρών, θα τον επαινούσε. Όταν ο Παλαμάς έμεινε ορφανός από τον πατέρα του τέθηκε υπό την προστασία του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Β΄ και ήταν προσωπικός φίλος του εγγονού του, ο οποίος ήταν και διάδοχος του θρόνου. Αν και όλοι τον προόριζαν για υψήλα κοσμικά αξιώματα τα παράτησε όλα για να αφιερωθεί στον μοναχισμό καταλήγοντας στο Άγιον Όρος.
Η ζωή του χωρίζεται σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση συγκρούστηκε έντονα με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό ένα μοναχό, Έλληνα, από τη νότια Ιταλία, συγκεριμένα από τη Σεμιναρία της Καλαβρίας. Σε διαλόγους του με εκπροσώπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (το σχίσμα είχε γίνει 3 αιώνες νωρίτερα, το 1054) ο Βαρλαάμ διαφώνησε βέβαια με τη δυτική άποψη πως το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, το γνωστό filioque, (το οποίο βέβαια υπάρχει στη δυτική παράδοση μετά τον Μεγάλο Κάρολο˙ 8ος αιώνας), ως απάντηση όμως είπε πως δεν γνωρίζουμε, αλλά και δεν πρέπει να μιλούμε καθόλου για εκπόρευση καθώς ο νους μας δεν μπορεί να εισέλθει στην ουσία του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο η εκπόρευση από τον Πατέρα τίθεται σε αμφιβολία. Επομένως στην προσπάθεια του διαρθώσει τους δυτικούς αμφισβήτησε ολοκληρωτικά την εκπόρευση καθώς πίστευε πως ο νους μας δεν μπορεί να την ερευνήσει.
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς διαφώνησε με τον Καλαβρό λέγοντας πως η εκπόρευση δεν είναι η ουσία του Θεού αλλά είναι μία δική μας λέξη που τη χρησιμοποιούμε μόνο για το Άγιο Πνεύμα για να δείξουμε πως το Άγιο Πνεύμα είναι ξεχωριστό, εντελώς διαφορετικό πρόσωπο από τον Πατέρα και τον Υιό. Ο Πατήρ είναι διαφορετικό πρόσωπο από το Υιό και γι’ αυτό έχουν άλλο χαρακτηριστικό (υποστατικό ιδίωμα στη γλώσσα της Δογματικής) ο καθένας. Ο Πατήρ εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα ενώ ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα. Αν και ο Υιός εκπόρευε το Άγιο Πνεύμα τότε Πατήρ και Υιός θα ήταν ένα πρόσωπο αφού θα είχαν το ίδιο ακριβώς χαρακτηριστικό (υποστατικό ιδίωμα) : να εκπορεύουν το Άγιο Πνεύμα. Η αλήθεια αυτή περιγράφεται σε ολόκληρη την Αγία Γραφή αλλά δεν είναι διατυπωμένη με φιλοσοφικούς όρους : π.χ. τον όρο εκπόρευση. Είναι διατυπωμένη με εικονικό και παραβολικό τρόπο εξοικειωμένο με τις παραστάσεις του εβραϊκού λαού εκείνης της εποχής. Από τη γέννηση του Κυρίου, γεγονός που περιγράφεται από δύο ευαγγελιστές τον Ματθαίο και τον Λουκά, τη βάφτιση Του μέχρι και την Ανάσταση, συνεχώς βλέπουμε την παρουσία της Αγίας Τριάδος. Και μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κύριος ότι είναι ο Υιός του Πατρός και φανερώνει την Τριάδα, π.χ. μας λέγει πως όσα ξέρει ο Πατήρ τα ξέρω και ο ίδιος, αναφέρει τον Πατέρα επάνω στον Σταυρό ως ο μονογενής Υιός Του, στέλνει τους μαθητές του να βαφτίσουν τα νέα μέλη της εκκλησίας εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αλλά και διακρίνεται η παρουσία της σε πολλές σκηνές των καινοδιαθηκικών διηγήσεων. Και στην Παλαιά Διαθήκη φαίνεται η Αγία Τριάδα : τη φανερώνει ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο αυτής, ο άσαρκος Λόγος καθώς αυτό είναι έργο του μέσα στην δημιουργία˙ να φανερώνει την Αγία Τριάδα. Στη λέξη Θεός, Γιαχβέ, της Παλαιάς Διαθήκης οι Πατέρες βλέπουν τον άσαρκο Λόγο.
Η διαφωνία με τον Καλαβρό ήρθε και σε πρακτικό επίπεδο και συγκεκριμένα στο θέμα της προσευχής και προσωπικά αλλά και μέσα στη λατρεία˙ άλλωστε όλα τα θεολογικά ζητήματα είναι κατεξοχήν λειτουργικά και λατρευτικά ζητήματα. Ο Βαρλαάμ υποστήριζε πως η μόρφωση είναι αυτή που θα ανεβάσει τον νου μας στο Θεό. Τα φιλόσοφα μαθήματα, τα μαθήματα της πλατωνικής φιλοσοφίας, μας βοηθούν να καλλιεργηθούμε και να φτάσουμε τα υψηλά νοήματα. Αντιθέτως ο Παλαμάς υποστήριζε πως είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει μόρφωση στον άνθρωπο ένα είναι το ζητούμενο : ο άνθρωπος, δηλαδή η ανθρώπινη ύπαρξη που θεολογικά ονομάζεται το κατ’ εικόνα του Θεού, να λάβει τον αγιασμό, τον οποίο προσφέρει μόνο η εκκλησία. Το πιο φανερό σημάδι παρουσίας του αγιασμού είναι η ενότητα και η αρμονία της υπάρξεως, η οποία θεολογικά ονομάζεται το καθ’ ομοίωσιν. Τα φθοροποιά πάθη όπως η κακία, η εκδίκηση, το ψέμα, η απιστία, η λαιμαργία, η ραθυμία (η τεμπελιά) κατακερματίζουν την ύπαρξη, το κατ’ εικόνα, διώχνοντας το καθ’ ομοίωσιν. Η προσευχή για τον Παλαμά είναι η καλύτερη εκγύμναση ώστε να μάθει ο άνθρωπος να κρατάει την ύπαρξη του σε αρμονία, ομαλότητα και σταθερότητα, βασικά σημάδια του καθ’ ομοίωσιν. Βέβαια το ζητούμενο είναι η προσευχή να βγαίνει ως φυσική απόρροια της ανθρωπίνης ενότητας και όχι να ξεκινά από την προσευχή για να βρεί την ενότητα. Η υπαρξιακή του ενότητα να εκφράζεται ως προσευχή. Όταν όμως είναι νήπιος στα πνευματικά είναι πολύ καλό ο άνθρωπος να ξεκινήσει από κάποιες τεχνικές μεθόδους, έστω και μηχανικά, που κάποια στιγμή θα καταστούν βίωμα. Η καλύτερη τεχνική μέθοδος για τον Παλαμά είναι η επανάληψη της μονολόγιστης ευχής Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον. Όταν άνθρωπος επαναλαμβάνει πολλές φορές την ευχή, έστω και χωρίς να το νιώθει στην αρχή, μόνο μηχανικά έχοντας σκυμμένο το κεφάλι προς την κοιλιά και στήθος, απασχολεί συνεχώς το νου του και συγκεντρώνεται. Κάποια στιγμή η έκφραση αυτή από το νου και το λόγο, το στόμα (αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα – νους και λόγος) θα κατέβει στην καρδιά του και τότε αρχίζει η ευχή να γίνεται καρδιακό, υπαρξιακό θέμα. Ο άνθρωπος που έχει καταστήσει την ευχή υπαρξιακό ζήτημα αυθόρμητα χωρίς να το σκεφθεί λέγει κάθε λεπτό της ημέρας την ευχή, κρατάει συνεχώς την ύπαρξη του πραγματική ενότητα και έχει το καθ’ ομοίωσιν. Αδιαλείπτως προσεύχεται κατά την ρήση του Αποστόλου Παύλου. Η τεχνική της προσευχής με τη στάση του κεφαλιού προς τον ομφαλό του, την κοιλιά του και η εκφορά της μονολόγιστης ευχής Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με είναι το καλύτερο πρώτο στάδιο για να ασκηθεί ο πιστός που ούτως ή άλλως έχει το κατ’ εικόνα για να βρει το καθ’ ομοίωσιν. Η άποψη αυτή που βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της στον Γρηγόριο τον Παλαμά έμεινε στην ιστορία με το όνομα ησυχασμός γιατί η ησυχία σε κάποιο μοναστηριακό χώρο όπως αυτός του Αγίου Όρους – στον οποίο μαθήτευσε ο Παλαμάς – είτε ακόμα και μέσα στον κόσμο για τους λαϊκούς είναι ο καλύτερος χώρος, με τις πιο κατάλληλες προϋποθέσεις, για να ξεκινήσει ο άνθρωπος, είτε μοναχός είτε κοσμικός, την εκγύμναση του, ξεκινώντας από τον νου, ώστε να βρει το καθ’ ομοίωσιν. Ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του ονομάστηκαν αντιησυχαστές ακριβώς γιατί πολέμησαν τον ησυχασμό και η περίφημη διαμάχη τους με τον Παλαμά και τους ακολουθούντες αυτόν ονομάστηκε ησυχαστική έριδα, ή ησυχαστικές έριδες οι οποίες έλαβαν χώρα σε μία πολύ ταραγμένη πολιτικά περίοδο, στη φθίση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, λίγο πριν καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Είναι προφανές πως ο Βαρλαάμ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στην προσευχή αλλά στην μόρφωση του ανθρώπου με τα φιλόσοφα μαθήματα. Τα φιλόσοφα μαθήματα βοηθούν τον άνθρωπο να ανέβει στο Θεό και αν δεν το καταφέρουν πλήρως έρχεται η βοήθεια του Θεού για να συμπληρώσει αυτό που χρειάζεται. Σπουδές φιλοσοφίας, που ήταν τότε το πανεπιστήμιο της εποχής, και χάρις του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή αγιασμός της υπάρξεως για τον Βαρλαάμ ουσιαστικά εξισώνονται, γι’ αυτό και οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι πιο εύκολο να βρουν το Θεό καθώς η μόρφωση είναι το πρώτο αναγκαίο σκαλοπάτι. Η γνώμη του Παλαμά είναι ριζικά διαφορετική καθώς, κατά τη γνώμη του, δεν πρέπει καθόλου να συνδέονται η φιλοσοφία και η χάρις του αγίου Πνεύματος γιατί μεταξύ τους είναι έτερης ποιότητας. Τα μαθήματα φιλοσοφίας είναι το κτιστό αυτό έχει δημιουργηθεί από τον Τριαδικό Θεό, ενώ η χάρις είναι άκτιστη, αδημιούργητη. Ο Παλαμάς διαφωνούσε ριζικά και έλεγε πως πρώτα κατεβαίνουν οι ενέργειες του Τριαδικού Θεού στη γη και κατόπιν ο άνθρωπος είτε είναι μορφωμένος είτε ολιγογράμματος γεύεται το Θεό και παίρνει το καθ’ ομοίωσιν. Η μόρφωση είναι καλή και χρήσιμη αλλά μόνο για την καλλιέργεια και την κοινωνική μας ανάδειξη˙ ο ίδιος άλλωστε είχε σπουδαία κοσμική μόρφωση της εποχής. Η μόρφωση δεν είναι αναγκαστικά απαραίτητη για να βρούμε τον αγιασμό και τη θεώση. Αυτά τα βρίσκουμε μέσα στη εκκλησία με τη βοηθεία της τεχνικής της προσευχής όπως την περιγράψαμε προηγουμένως. Η προσευχή δεν είναι ο ίδιος ο αγιασμός αλλά η φυσική απόρροια του αγιασμού ή μία τεχνική που χρησιμοποιούμε στην αρχή της πνευματικής μας ζωής ως εκγύμνασης για να οδηγηθούμε στον αγαισμό. Ο αγιασμένος εκφράζεται με την προσευχή. Ο αγιασμός όμως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Ελάχιστα περιγράφεται. Κυρίως βιώνεται. Ένα πρόσωπο που βρήκε τον αγιασμό το μόνο που μπορεί να μας πει με τα λόγια είναι πως νιώθει γαλήνη ή ανάπαυση στη καρδιά του, όμως μόνο αν βρούμε εμείς οι ίδιοι τον αγιασμό θα καταλάβουμε ακριβώς τι είναι ο αγιασμός.
Η τοποθέτηση του Παλαμά σχετικά με τη μόρφωση και την προσευχή είναι πολύ σωστή. Ο Μέγας Αντώνιος ήταν εντελώς αγράμματος κοσμικά, συνειδητοποίησε όμως τι είναι αγιασμός και με κόπο και άσκηση, στην οποία μετείχε ολόκληρη η ύπαρξη του, έγινε ένας από τους μεγαλύτερους αγίους. Υπήρξε πρότυπο και οδηγός για τον Μεγάλο Αθανάσιο, ο οποίος ήταν τέρας κοσμικής μορφώσεως. Πρότυπο του υπήρξε στην μοναχική ζωή και τον αγιασμό όχι στην κοσμική, την οποία είχε ο Αθανάσιος και χρησιμοποίησε όταν έντυσε με τους αρχαιοελληνικούς όρους κτιστό, άκτιστο και ομοούσιον το χριστιανικό δόγμα κατά την  Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Έτσι εξελίσσεται η πρώτη φάση της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός. Δυστυχώς ο Βαρλαάμ δεν κατάλαβε ποια είναι η αλήθεια και μετά από λίγο προσχώρησε στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία και τοποθετήθηκε επίσκοπος Ιεράκος. Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου σημειώνει πως το πέρασμα του Βαρλαάμ από τη ιστορία λησμονήθηκε νωρίς. Οι Ανατολικοί τον θεώρησαν απαίσιο προδότη ενώ οι δυτικοί θλιβερό πρόσφυγα. Όμως ο Χρηστού, στον οποίο οφείλουμε την ανάδειξη των κειμένων του Παλαμά, σημειώνει στη Γραμματολογία του πως «ἡ ὤθησις, τήν ὁποίαν ἔδωσεν εἰς Ἀνατολήν καί Δύσιν πρός ἐνασχόλησιν μέ τάς ἐπιστήμας καί τά γράμματα ὑπῆρξε τόσον καρποφόρος, ὥστε δέν εἶναι πρέπον νά παραβλέπεται» (Παναγιώτου Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία˙ Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού, τόμος Β΄ εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σελ. 59). Η δεύτερη φάση της ζωή του αγίου Γρηγορίου συμπίπτει με τη διαμάχη του Ιωάννου Κατακουζηνού και του Ιωάννου Παλαιολόγου. Αυτήν την περίοδο ο Παλαμάς βρίσκεται στη φυλακή και είχε ως αντίπαλο τον Γρηγόριο Ακίνδυνο, ομοϊδεάτη και συνεχιστή του Βαρλαάμ. Στην τρίτη φάση της δημόσιας δράσης του ο Παλαμάς έπρεπε να απαντήσει στον έτερο συνεχιστή του Βαρλαάμ τον Νικηφόρο Γρηγορά.
Μετά τη νίκη του Ιωάννου Κατακουζηνού ο Γρηγόριος εξελέγη  Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης το 1347 αλλά εγκαταστάθηκε στην επαρχία του με μεγάλη καθυστέρηση εξαιτίας της αντίρρησεως που είχε πολιτική μερίδα του λαού, η οποία δεν συμφωνούσε με τον Καντακουζηνό. Αυτή η πολιτική μερίδα έμεινε στην ιστορία με το όνομα Ζηλωτές. Ο Παλαμάς πρέπει να ήταν ήπιος χαρακτήρας και διαλλακτικός, στοιχείο που εμπλουτίστηκε και από την αγάπη του για την άσκηση και τη μοναχική ζωή. Τον Ιούλιο του 1351, τέσσερα χρόνια μετά την εκλογή του στον αρχιερατικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, έγινε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε όλους τους Βαρλααμίτες και ανύψωσε σε δόγμα, επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά συντάσσοντας μάλιστα και Τόμο. Η συμβολή του στη σύνταξη ενός τόσο σημαντικού δογματικού κειμένου μαζί με τους αγώνες του για την προστασία του ησυχασμού και της ασκήσεως, είχαν ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της εορτής του την Β΄ Κυριακή των Νηστειών, μία Κυριακή αμέσως μετά τη διατύπωση της Ορθοδοξίας (κατά την Α΄ Κυριακή) αλλά και πρώτης στη χορεία των ασκητικών μορφών αυτής της περιόδου. Δίπλα στον Ιωάννη της Κλίμακος και στην Μαρία την Αιγυπτία. Η ζωή του πρέπει να ήταν αρκετά περιπετειώδης. Μαρτυρείται ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη όπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους αλλά απελευθερώθηκε ύστερα από την καταβολή λύτρων. Πέθανε το 1359 σε ηλικία 63 ετών και πολύ γρήγορα ανακηρύχτηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου και τη Β΄ Κυριακή των Νηστειών.
Τι είναι αυτό που κράτησε ανόθευτη τη διδασκαλία του; Η ζωντανή σύνδεση της με την Αγία Γραφή, όπως την μελετούσε και τη ζούσε ο ίδιος. Ο Παλαμάς την Αγία Γραφή δεν τη χώριζε ποτέ από την κεντρική λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Τη θεωρούσε ως το κατεξοχήν λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας μία πολύ σωστή υπενθύμιση για εμάς τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς θεολόγους, οι οποίοι στην αναφορά μας για τα λειτουργικά βιβλία δεν κάνουμε ποτέ λόγο στην Αγία Γραφή. Και όμως η αναφορά και η διδασκαλία μας για τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας πρέπει να έχει όχι δίπλα αλλά πριν το Μηναίο, την Παρακλητική και το Τριώδιο την Αγία Γραφή, ως το κατεξοχήν λειτουργικό βιβλίο. Ο Ιωάννης Ρωμανίδης συνήθιζε να λέγει προκλητικά, αλλά πολύ αληθινά, πως «Η Αγία Γραφή εκτός Εκκλησίας είναι για τον κάλαθο των αχρήστων». Αν και ακραία η συγκεκριμένη προκλητική του έκφραση του κρύβει μεγάλγ θεολοογική αλήθεια. Πράγματι αν βγάλουμε την Αγία Γραφή εκτός της λατρευτικής ζωής, κέντρο της οποίας είναι η Θεία Λειτουργία, η Αγία Γραφή είναι απλώς ένα βιβλίο.
Η συνεχής χρήση της Αγίας Γραφής στα κείμενα του σε συνδυασμό με τον απλό και σταράτο λόγο του αποσαφηνίζουν με απλότητα τη διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος. Όταν ήρθε το θέμα σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και οι ρωμαιοκαθολικοί έλεγαν πως βεβαίως και εκπορεύεται και από τον Υιό αφού μέσα στην Αγία Γραφή φαίνεται πως και ο Χριστός στέλνει τον Παράκλητο, ο Παλαμάς απαντούσε πως μιλούμε διαφορετικά για την Αγία Τριάδα όσον αφορά τη σχέση των Τριών Προσώπων όσον αφορά από πάντοτε, και χωρίς να δημιουργούνταν ο κόσμος, και ξεχωριστά τη σχέση των προσώπων των Τριών προσώπων μέσα στην ιστορία και στον κόσμο. Η αιώνια σχέση των προσώπων που υπάρχει ούτως ή άλλως, και χωρίς να δημιουργούνταν ο κόσμος, ονομάζεται θεολογία ενώ η σχέση των προσώπων μέσα στην ιστορία ονομάζεται οικονομία. Αν η εκπόρευση μέσω και του Υιού αφορά μόνο την παρουσία τους στην ιστορία δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα. Υπάρχουν πάρα πολλές καινοδιαθηκικές αναφορές που μαρτυρούν ότι και μέσω του Υιού στέλνεται το Άγιο Πνεύμα. Αν όμως η εκπόρευση αφορά την αιώνια εσωτερική σχέση των τριών θείων προσώπων, τότε υπάρχει πρόβλημα. Γι΄ αυτό ο Παλαμάς σημειώνει πως μπορεί να σταθεί το και εκ του Υιού αλλά μόνο για την οικονομία. Σε καμία περίπτωση για τη θεολογία, δηλαδή την ενδοτριαδική σχέση των τριών θείων προσώπων. Για να δείξει με μία μόνο έκφραση τη διαφορά του αλλά και τη διάθεση του να κάνει διάλογο, λέγει πως προτιμά την έκφραση διά του Υιού, μέσω του Υιού, που δείχνει καθαρά την οικονομία, και όχι εκ του Υιού, από τον Υιό, που παραπέμπει στη θεολογία. Ο Παλαμάς μέσω μίας προθέσεως, το διά αντί του εκ, έδειξε τη διάθεση του να κάνει διάλογο, χωρίς όμως να προδώσει ποτέ το δόγμα, όπως φαίνεται μέσα στην Αγία Γραφή. Η βοήθεια της ελληνικής γλώσσας στη διατύπωση του δόγματος ήταν καίρια. Στο έργο που αναφέρει αυτά τα λόγια ο Πάλαμας σημειώνει χαρακτηριστικά πως δεν θα καθήσουμε ασχημονήσουμε μαλώνοντας για τα ονόματα, «οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν». Ας τα βρούμε στο περιεχόμενο των ονομάτων, στην ουσία ονομάτων και για τα ονομάτα μπορούμε να κάνουμε μια υποχώρηση (όπως και έκανε ο Παλαμάς˙ κράτησε τον Υιό στην εκπόρευση, μέσα στην οικονομία, αλλά ζήτησε την αλλαγή της προθέσεως εκ με το διά για να συμφωνήσει). Για να δικαιολογήσει αυτήν την άποψη του έψαξε στην Παλαιά Διαθήκη και βρήκε μία φράση του Δαβίδ που χρησιμοποιεί την λέξη εκπόρευση διαφορετικά από ότι τη χρησιμοποίησε η μετέπειτα δογματική διατύπωση των ημερών του Γρηγορίου Παλαμά. Την αναφέρει ως το καλύτερο παράδειγμα. Η παλαιοδιαθηκική φράση λέγει πως «ὁ Θεός ἐν τῷ ἐκπορεύευσθαι σέ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σέ ἐν τή ἐρήμω γῆ ἐσείσθη» και ρωτά ο Παλαμάς τι σημαίνει εδώ η εκπόρευσις για να απαντήσει ο ίδιος πως η εκπόρευσις εδώ είναι η έκχυσις του Πνεύματος επί πάσαν σάρκα την εις Χριστόν πιστεύσασαν. Έρχεται το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο. Η εκπόρευσις εδώ δεν αναφέρεται καθόλου στα τρία πρόσωπα αλλά στον άνθρωπο, δεν είναι όμως αιρετική γιατί χρησιμοποιείται στην οικονομία και όχι για να αλλοιώσει την εσωτερική σχέση των Τριών θείων Προσώπων.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε το ακριβές κείμενο του Παλάμα για να νιώσουμε και το πόσο ακριβής και ζωντανός συγγραφέας ήταν. Διαβάζουμε λοιπόν στο έργο του Ὅτι οὐχί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἀλλ’ ἐκ μόνου του Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον (29, Έκδοση B. Bobrinsky, στη σειρά Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα, τόμος Α΄, σελ. 54 – 55) : «Ἡ δέ τοῦ Πνεύματος πρόοδος διττή διά τῆς θεοπνεύστου κηρύττεται γραφῆς (η πρόοδος του Αγίου Πνεύματος διπλή κηρύττεται μέσω της θεοπνεύστου γραφής)˙ προχεῖται γάρ ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ (προέρχεται από τον Πατέρα μέσω του Υιού), εἰ δέ βούλει καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (αν θέλεις και από τον Υιό), ἐπί πάντας τούς ἀξίους, οἶς καί ἐπαναπαύεται καί ἐνοικεῖ (σε όλους τους άξιους, στους οποίους επαναπαύεται  και ενοικεί). Αὕτη οὗν ἡ κίνησίς τε καί πρόοδος, εἰ δέ βούλει καί ἐκπόρευσις (αυτή λοιπόν είναι η κίνηση και η πρόοδος, αν θέλεις και η εκπόρευση) – οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν (δεν θα καθήσουμε να ασχημονήσουμε μαλώνοντας για τα ονόματα), ἐπεῖ καί Δαβίδ λέγει (μια και ο Δαβίδ ακόμα λέγει) ¨ὁ Θεός ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι σέ ἐν μέσω τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σέ ἐν τῇ ἐρήμῳ γῆ ἐσείσθη¨, ἐκπόρευσιν ἐνταῦθα λέγων (εκπόρευσιν εδώ εννοεί) τήν τοῦ Πνεύματος ἔκχυσιν ἐπί πάσαν σάρκαν τήν εἰς Χριστόν πιστεύσασαν… (την έκχυση του Αγίου Πνεύματος σε κάθε σάρκα που πίστεψε στο Χριστό)». Είναι εμφανής η παρουσία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης στο έργο του.
Η Αγία Γραφή χρησιμοποιήθηκε έντονα από τον Γρηγόριο Παλαμά στην προσπάθεια του να εξηγήσει τι είναι ο παράδεισος και η κόλαση και γιατί το πυρ της κολάσεως είναι άκτιστο και όχι κτιστό, με άλλα λόγια τι είναι ο παράδεισος και η κόλαση και πώς υπάρχουν. Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει εξακολουθεί να υπάρχει αλλά έχει χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της υπάρξεως του, το σώμα. Η ύπαρξη του εξακολουθεί να υπάρχει αλλά τραυματισμένη, ακρωτηριασμένη, γιατί έχει χάσει ένα οργανικό της κομμάτι, το σώμα. Ο παράδεισος, για την ορθόδοξη παράδοση, την οποία εκπροσωπεί ο Παλαμάς είναι θέμα καθαρά βουλητικό, υπαρξιακό : οι κολασμένοι δεν θέλουν το Θεό. Παρότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, είναι δίπλα τους, εκείνοι τον βλέπουν, αλλά δεν τον θέλουν. Όταν ο ίδιος ο άνθρωπος αποφασίσει ελεύθερα ο ίδιος πως δεν θέλει το Θεό, το κατεξοχήν υπαρξιακό ζήτημα, κανείς δεν μπορεί να του αλλάξει τη γνώμη, ούτε ο ίδιος ο Θεός. Οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν πως είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να κάνει ο Θεός : να επηρεάσει τη βούληση μας. Θα την επηρεάσει μόνο αν το επιτρέψουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτός που δεν θέλει το Θεό λέμε πως είναι κολασμένος. Ελεύθερα ο ίδιος χάνει το φως και τη ζωή. Ο Παλαμάς έλεγε πως αυτό που χάνουν είναι άκτιστο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, συνεχιστής του Βαρλαάμ, υποστήριζε πως είναι κτιστό δίνοντας την εντύπωση πως ο παράδεισος και η κόλαση είναι μία σειρά ανταμειβών ή τιμωριών και όχι ζήτημα ζωής και θανάτου που προσθέτει στην ύπαρξη μας τη ζωή και τον αγιασμό, ο οποίος βεβαίως και είναι άκτιστος. Ο διάλογος εξελίχθηκε στο λεπτό σημείο τι είναι το πυρ της κολάσεως και όπως καταλαβαίνουμε από την αναφορά στο όνομα του Γρηγορά, εξελίχθηκε στην τρίτη φάση της εκκλησιαστικής δράσεως του Παλαμά. Ο Γρηγοράς το χαρακτήριζε κτιστό ενώ ο Παλαμάς άκτιστο. Σήμερα σώζεται κείμενο του Γρηγορά που αναφέρεται σε αυτό το θέμα ακριβώς και ειρωνεύεται τον Παλάμα που το αποκαλεί άκτιστο. Γράφει το κείμενο : «Ἀκούομεν δέ κάν τοῖς Εὐαγγελίοις πῦρ ἠτοιμασμένο εἶναι τῷ Διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ (ακούμε στα Ευαγγέλια για το πυρ, τη φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για το διάβολο και τους αγγέλους του). Εἰ οὔν ἄκτιστον εἶναι κακεῖνο κατά τόν Παλαμᾶν (αν λοιπόν αυτό είναι άκτιστο κατά τον Παλαμά) καί Θεός ἄν πρός τέ καί ἄναρχος εἴη ἄν αὐτό (τότε θα μπορούσε αυτό να είναι και Θεός και άναρχο)» (Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαϊκής Ιστορίας 24,9 PG 148,1424C). Παρατηρούμε πολύ καθαρά πως ο Γρηγοράς παραπέμπει στα Ευαγγέλια, στην Αγία Γραφή, για να δείξει ότι υπάρχει το πυρ της κολάσεως˙ πράγματι τα ευαγγέλια κάνουν λόγο για το πυρ αλλά με το περιεχόμενο του που δίνει ο Παλαμάς πάλι με βάση την Αγία Γραφή, ως άκτιστο. Και οι ησυχαστές αλλά και οι αντιησυχαστές είναι πρωτίστως ερμηνευτές της Αγίας Γραφής, όπου οι πρώτοι την ερμηνεύουν σωστά, ενώ οι δεύτεροι την παραποιούν.
Η διδασκαλία του για το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν είναι επίσης από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα το βιβλίο Γένεσις. Δηλώνει ρωτά πως το κατ’ εικόνα αναφέρεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο και όχι μοναχα σε ένα κομμάτι του ανθρώπου. Στο έργο του Προσωποποιΐαι σημειώνει : «Ἰσχυρισαίμην γάρ ἐκ τῆς γραφικῆς ἀνθρώπου φυσιολογίας ὁρμώμενον, μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον, ὄν δή κατ’ εἰκόνα πεποικέναι Θεός λέγεται» (PG 150, 1361BC) : «Ισχυριζόμαστε από την ανθρώπινη φυσιολογία όπως περιγράφεται στην Γραφή, πως άνθρωπος δεν λέγεται μόνο το σώμα, ούτε μόνο η ψυχή, αλλά το συναμφότερον, και τα δύο μαζί, αυτό που έκανε ο Θεός και λέγεται κατ’ εικόνα». Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι προφανές πως όσο σημαντική είναι η ψυχή εξίσου σημαντικό είναι και το σώμα. Δεν τίθεται θέμα περί ανώτερου και κατώτερου. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά και δημιουργήθηκαν για να μην χωριστούν ποτέ. Γι’ αυτό και το προπατορικό αμάρτημα είναι ένα πολύ τραγικό, κεντρικό, επεισόδιο, γιατί έφερε αυτόν τον διαμελισμό της ανθρωπίνης υπάρξεως με την παρουσία του θανάτου. Και εδώ είναι εμφανής η παρουσία της Παλαιάς Διαθήκης. Ο όρος του «συναμφότερον» είναι πολύ χαρακτηριστικός για να δείξει τον ισχυρό δεσμό της ψυχής και του σώματος.
Η θεοφάνεια του Μωυσή στη καιόμενη βάτο και η παραλαβή των δέκα εντολών, με άλλα λόγια η Παλαιά Διαθήκη, χρησιμοποιούνται από τον Γρηγόριο τον Παλαμά για να σημειώσει πως δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού, μπορούμε όμως να γνωρίσουμε τις ενέργειες Του. Στο Μωυσή, σημειώνει στο έργο του Κατάλογος τῶν ἐκβαινόντων ἀτόπων δεν είπε ο Θεός ἐγώ εἰμί ἡ οὐσία αλλά ἐγώ εἰμί ὁ ὤν. Τον πληροφόρησε ότι υπάρχει, ότι είναι πραγματικό πρόσωπο, όχι ποια είναι η ουσία του. Αυτήν δεν θα τη μάθει ποτέ το δημιούργημα. Και συνεχίζει πως στο Θεό δεν υπάρχει πρώτα η ουσία και μετά ο Θεός, όπως συμβαίνει με εμάς, καθώς σε εμάς προηγείται η ουσία, την οποία βρίσκουμε έτοιμη (δεν τη δημιουργήσαμε εμείς) και μετά ερχόμαστε εμείς και θέλοντας και μη έχουμε μία συγκεκριμένη ουσία. Στην Αγία Τριάδα είναι πρώτα ο Θεός, ως Τριάδα θείων προσώπων, και μετά η ουσία («οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλά ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία»). Ο Θεός το ότι υπάρχει το διαλέγει ο ίδιος, ενώ εμείς θέλουμε δεν θέλουμε γεννιόμαστε και υπάρχουμε. Δεν γινόταν να μας ρωτήσει ο Θεός αν θέλουμε να γεννηθούμε και να υπάρχουμε απλούστατα γιατί τότε δεν υπήρχαμε. Ενώ ο Θεός το ότι υπάρχει, το θέλει ο ίδιος, στον εαυτό Του οφείλει την ύπαρξη του, γιατί δεν τον δημιούργησε κανένας˙ «αὐτός γάρ ὁ ὧν ὅλον ἐν ἐαυτῷ συνείληφε τό εἶναι» θα σημειώσει αμέσως παρακάτω. Ο ίδιος ο Θεός διαλέγει την ύπαρξη Του κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς, ως κτίσματα, δημιουργήματα. Στο προαναφερθέν έργο του σημειώνει επί λέξει : «Ἀλλά πρῶτον μέν Θεόν ἔδει τοῦτο ὀνομᾶσαι˙ ταύτην γάρ τήν φωνήν ὑπό τῆς ἐκκλησίας ἐπ’ ἐκείνου παρελάβομεν˙ καί τῷ Μωυσῆ δέ χρηματίζων ὁ Θεός, οὐκ εἶπεν ¨ἐγώ εἰμί ἡ οὐσία¨, ἀλλ’ ἐγώ εἰμί ὁ ὤν˙¨ οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία˙ αὐτός γάρ ὁ ὧν ὅλον ἐν ἐαυτῷ συνείληφε τό εἶναι», «Αλλά για το Θεό θα πρέπει πρώτα αυτό να ονομάσουμε. Αυτή τη φωνή παραλάβαμε για εκείνον από την Εκκλησία. Και απευθυνόμενος στο Μωϋσή ο Θεός δεν είπε εγώ είμαι η ουσία αλλά εγώ είμαι ο ών, γιατί δεν προέρχεται ο ων από την ουσία αλλά η ουσία εκ του όντος. Αυτός λοιπόν ο ων στον ευατό του οφείλει όλο του το είναι». (Κατάλογος ἐκ τῶν ἐκβαινόντων ἀτόπων 12, Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 666). Η διήγηση της θεοφανείας του Αβραάμ στην Παλαιά Διαθήκη, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναφερθεί ο Παλαμάς στον Τριαδικό Θεό.
Η  Αγία Γραφή είναι η βάση της σκέψης του για να μας πει τι είναι ο Χριστός. Με τη βοηθητική εκφραστική γλώσσα των προηγειθησών 7 Οικουμενικών Συνόδων και ιδιαίτερα της τέταρτης, του 451 στη Χαλκηδόνα, μας λέγει πως ο Χριστός είχε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού Λόγου και δύο φύσεις : την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Επειδή είχε ένα πρόσωπο η θεϊκή του φύση έχρισε την ανθρώπινη φύση του, και μας αγίασε. Προσέλαβε τη φύση μας και μας αγίασε. Δεν προσέλαβε τα πρόσωπα μας, γιατί τότε θα καταργούνταν η ελευθερία μας και θα υπήρχαμε. Η λέξη Χριστός προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη. Χριστός εκεί ήταν ο βασιλιάς γιατί στην τελετή ενθρόνισης του τον έχριαν με λάδι. Ήταν μια γνωστή εικόνα για τον Εβραίο της εποχής κάθε φορά που άλλαζε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς λεγόταν και μεσσίας, σωτήρας, γιατί έσωζε το έθνος από τις εχθρικές επιδρομές ξένων λαών. Ο Χριστός χρησιμοποίησε αυτές τις λέξεις όχι βέβαια με το πολιτικό, στρατιωτικό τους περιεχόμενο αλλά με εντελώς καινούριο υπαρξιακό περιεχόμενο. Χριστός τώρα γίνεται ο ίδιος έχρισε την ανθρώπινη φύση του με τη θεϊκη του φύση και αγίασε ολόκληρη την ανθρωπότητα (η ανθρώπινη φύση είναι κοινή σε όλους μας, και αυτήν προσέλαβε ο Χριστός). Επομένως ο ίδιος γίνεται και Μεσσίας γιατί με αυτήν την χρήση έσωσε την ανθρωπότητα. Στο έργο Πρός Ἀθανάσιον Κυζίκου διαβάζουμε (Γρηγορίου Παλαμᾶ Πρός Ἀθανάσιον Κυζίκου Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγράμματα, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 435 – 436) : «Ἀλλά καί ὁ παρ’ Ἀκινδύνου συκοφαντηθεῖς θεολόγος τοῦτο διδασκέτω, γράφων κατά τόν μίαν φύσιν ἐπί Χριστοῦ δογματιζόντων˙ τό Χριστός ὄνομα τῆς ὑποστάσεως λέγομεν, οὐ μονοτρόπως λεγόμενον, ἀλλά τῶν δύο φύσεων ὑπάρχον σημαντικόν˙ αὐτός γάρ ἑαυτόν ἔχρισε, χρίων μέν ὡς Θεός τό σῶμα τῇ θεότητι αὐτοῦ, χριόμενος δέ ὡς ἄνθρωπος˙ αὐτός γάρ ἐστι τοῦτο κἀκεῖνο˙ χρίσις δέ ἡ θεότης τῆς ἀνθρωπότητος». Ο θεολόγος που συκοφαντήθηκε από τον Ακίνδυνο (2η φάση της ζωής του Παλαμά) αυτό δίδασκε, γράφοντας εναντίον αυτών που δογμάτιζαν (δίδασκαν) για μία φύση στο Χριστό. Το όνομα Χριστός αναφέρεται στην υπόσταση, ου μονοτρόπως λεγόμενον αλλά υπάρχει για να δείξει και τις δύο φύσεις. Αυτός (ενν. ο Χριστός) έχρισε τον εαυτό του, χρίοντας ως Θεός το σώμα με τη θεότητα του, χριόμενος δε (την ίδια ώρα) ως άνθρωπος. Αυτός είναι τοῦτο κακεῖνο, και το ένα και το άλλο :  και Θεός και άνθρωπος. Χρίσις είναι η θεότης της ανθρωπότητος. Παρατηρούμε πως ο Γρηγόριος Παλαμάς με στοιχεία της Παλαιάς Διαθήκης (Χριστός και Μεσσίας) εστιάζει το ενδιαφέρον του στην Καινή Διαθήκη (περιγράφει ποιος είναι ο Χριστός) χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική ορολογία των Καππαδοκών Πατέρων (φύση – ουσία και υπόσταση – πρόσωπο).
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί Αδερφοί,
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το Άγιον Όρος, οι ησυχαστικές έριδες, η Θεσσαλονίκη, ο Βαρλαάμ, ο διαλόγος με τους Ρωμαιοκαθολικούς, ο μοναχισμός, η άσκηση και η Αγία Γραφή συνθέτουν ένα ολόκληρο πολιτισμό παραμονές της πτώσεως της Βασιλεύουσας, τον οποίο σώζει ζωντανό μέχρι σήμερα η Εκκλησία με τον αδιάκοπο λατρευτικό και λειτουργικό της πλούτο, κορυφαία θέση μέσα στον οποίο κατέχει αναμφισβήτητα η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα, με τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών.

Η ελευθερία του ανθρώπουΚαθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ


Η ελευθερία του ανθρώπου
Καθηγητή  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  Ι.  ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ         
Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

 Η ελευθερία είναι ένα από τα σπουδαιότερα θέματα που αφορούν την ύπαρξη του ανθρώπου. Κάθε ενέργεια του ανθρώπου, που τον χαρακτηρίζει ως πρόσωπο, συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία του. Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια μεγάλη ποικιλία, με την οποία φανερώνεται αυτή η ελευθερία, όπως είναι λόγου χάρη η ελευθερία της σκέψεως, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της συνειδήσεως, η ηθική ελευθερία, η θρησκευτική ελευθερία, κλπ.

Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με τις παραπάνω πλευρές της ελευθερίας, αλλά θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με κάθε δυνατή συντομία, πώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει την ελευθερία του ανθρώπου καθεαυτήν. Στη συνέχεια, αφού αναφερθούμε στην οντολογική υποδούλωση και απελευθέρωση του άνθρώπου, θα παρουσιάσουμε πως ο άνθρωπος αναπτύσσει και φανερώνει την ελευθερία του ως μέτοχος της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και ποιος είναι ο ιδιάζων χαρακτήρας αυτής της ελευθερίας.
Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι απόλυτα ελεύθερος και κυριολεκτικά αυτεξούσιος είναι μόνο ο Θεός, αφού ως ο όντως Ων δεν υπόκειται σε καμιά φυσική ή μεταφυσική αναγκαιότητα1. Επομένως είναι αυτονόητο ότι λόγος για απόλυτη και αυθεντική ελευθερία μπορεί να γίνεται μόνο εκεί, όπου βρίσκεται και η πηγή της ελευθερίας, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός. Άμεση φανέρωση της αυθεντικής αυτής ελευθερίας στην κτίση και την ιστορία γίνεται μόνο με τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού.
Αν όμως η απόλυτη και αυθεντική ελευθερία βρίσκεται μόνο στον ίδιο τον Θεό και στις άκτιστες ενέργειές του, τί είδους ελευθερία έχει ο άνθρωπος ως κτίσμα και πού θεμελιώνεται αυτή η ελευθερία του;
Η ελευθερία του άνθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκπροσωπείται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, συνδέεται στενότατα με τον τρόπο υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος, του οποίου η οντολογική αφετηρία βρίσκεται στο μη ον, ήρθε στο είναι, ως γνωστόν, με την άκτιστη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι' αυτό και είναι εξαρτημένος από την αιτία της προελεύσεώς του, είναι δηλαδή εξαρτημένος από τον ίδιο τον Θεό. Πέρα όμως από την εξάρτηση αυτή του είναι του ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του δημιουργού του2 ως λογικό και αυτεξούσιο ον3. Η λογικότητα των όντων κατά τον Παλαμά συνδέεται οντολογικώς με την αυτεξουσιότητά τους4. Κατά συνέπεια η αυτεξουσιότητα και ελευθερία του άνθρώπου αποτελούν οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα.
Δημιουργώντας ο Θεός κατ' εικόνα του τον άνθρωπο θεμελίωσε το αυτεξούσιο του ανθρώπου πάνω σε μια πραγματικότητα, η οποία παρέχει στην ελευθερία προϋποθέσεις αποφασιστικής σημασίας για την παραπέρα τελειωτική πορεία του ανθρώπου.
Το κατ' εικόνα αποτελεί το θεμέλιο εκείνο της ανθρωπίνης υπάρξεως που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί να κινείται προς το αγαθό, όταν κάνει καλή χρήση του αυτεξουσίου. Το οντολογικό δηλαδή υπόβαθρο της αυτεξούσιας αναφοράς του ανθρώπου στον Τριαδικό Θεό βρίσκεται στην κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του. Αν ο άνθρωπος ανέφερε πάντοτε αυτεξουσίως και ελευθέρως το κατ' εικόνα προς το αρχέτυπο, δεν θα ξέπεφτε από την κοινωνία του με τον Θεό, μια και ο Θεός κατά τον Παλαμά προσβλέπει πάντα με ιδιαίτερη πρόνοια προς τον άνθρωπο. «ως προς οικείαν εικόνα μάλλον ή προς τα παρ' αυτού πάντα γεγονότα»5.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ενώ εντοπίζει το κατ' εικόνα στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου6, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο νου7. Αλλά ο νους και η λογική συνδέονται αναπόφευκτα με το αυτεξούσιο και την προαίρεση του ανθρώπου, και αυτά του παρέχουν τη δυνατότητα να τρέπεται πότε στο καλό, και πότε στο κακό8.
Αν η αυτεξουσιότητα αφαιρεθεί από τη λογική, τότε η λογική καταντά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Χωρίς ελεύθερη θέληση και απόφαση δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη. Μόνο όταν ο άνθρωπος έχει «λελυμένην πάσης ανάγκης την γνώμην», παρατηρεί ο υπέρμαχος του ησυχασμού, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο9.
Δημιουργώντας ο Θεός αυτεξούσιο τον άνθρωπο στέρησε την δυνατότητα στον πονηρό να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Μόνο με πειθώ ή δόλο μπορεί να επηρεάσει ο διάβολος τη θέληση του άνθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του10. Από τη δημιουργία του λοιπόν ακόμη ο άνθρωπος πήρε τη δύναμη του αυτεξουσίου, τη δύναμη της ελευθερίας, με την οποία μπορεί να αντιστέκεται στον πονηρό και να συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγμάτωση του προορισμού του, την ομοίωσή του με τον Θεό.
Η προγονική πτώση είχε οντολογικές συνέπειες στο καθαυτό είναι του ανθρώπου, στο κατ' εικόνα, το οποίο ενώ αμαυρώθηκε δεν καταστράφηκε από την αμαρτία. Εκείνο που έχασε ο άνθρωπος, παρατηρεί ο Παλαμάς, δεν ήταν το κατ΄ εικόνα αλλά το καθ' ομοίωση11. Η αμαύρωση του κατ' εικόνα σήμανε φθορά και στο αυτεξούσιο του ανθρώπου, που αντί να οδεύει στην κατεύθυνση της ελευθερίας του πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στην περιοχή της επιρροής του πονηρού, ο οποίος, ενώ δεν μπόρεσε να καταργήσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, το συσκότισε και το εμπόδισε να κινείται στην τελειωτική του προοπτική. Έτσι ο,τιδήποτε και αν έκανε ο άνθρωπος (αξιοκατάκριτο ή επαινετό) βρισκόταν κατά τον Παλαμά κάτω από τις γενικότερες συνέπειες της προγονικής πτώσεως12.
Αλλά το αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν εμπόδισε την ελευθερία του Θεού να μετασκευάσει φιλάνθρωπα και «επί το κρείττον» τα «εξ αυτεξουσίου παρατροπής ολισθήματα» του ανθρώπου και να «οικονομήσει» τη σωτήρια του, χωρίς να παραβιάσει καθόλου το αυτεξούσιο και την ελευθερία του13. Ενώ δηλαδή η αυτεξούσια παράβαση της εντολής του Θεού οδήγησε στη σύνταξη του ανθρώπου με τον διάβολο και την υποταγή του στο θάνατο, ο Θεός με τη σοφία και την αγαθότητά του βρήκε τρόπο, ώστε και τον άνθρωπο να λυτρώσει από τον θάνατο, και το αυτεξούσιο του ανθρώπου να διατηρήσει. Ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει ο θάνατος το υποχρεωτικό τέλος, το «έσχατον καταγώγιον»14 όλων των ανθρώπων. Επειδή μάλιστα ο άνθρωπος δεν έφτασε «αυτοκινήτως» προς το κακό αλλά μετά τη συκοφαντία του θελήματος του Θεού από τον διάβολο, δεν προχώρησε μετά την παράβαση «ακρατώς και ανεπιστρόφως» προς το κακό, όπως οι δαίμονες15 και έτσι έγινε δεκτικός στην προσφορά του Θεού για την οντολογικού χαρακτήρα απελευθέρωσή του.
Με το έργο της θείας οικονομίας, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο άνθρωπος απελευθερώνεται οντολογικώς από την αμαρτία, τον διάβολο και τον εσχατολογικό θάνατο και αποκτά τη χαρισματική ελευθερία.
Ειδικότερα, ο Θεός κινούμενος από άκρα ευσπλαχνία για τον άνθρωπο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση «καθ' υπόστασιν» στο πρόσωπο του Θεού Λόγου για ν' απελευθερώσει τον άνθρωπο, ν' ανακαινίσει το αμαυρωμένο κατ' εικόνα και να το ζωοποιήσει με την άκτιστη χάρη του πρωτοτύπου16. Ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, ως μόνος αληθινός και αναμάρτητος άνθρωπος17 και ως ελεύθερος από τη δουλεία του διαβόλου18, ήταν κατά τον Παλαμά ο μόνος που μπορούσε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την παραπάνω δουλεία19.
Το θεμέλιο απελευθερώσεως της ανθρωπίνης φύσεως από την εξουσία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του20. Την απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία και τυραννία του διαβόλου διαβεβαίωσε  ο Χριστός με ολοφάνερο τρόπο ήδη κατά την ιστορική παρουσία του στη γη. Θεραπεύοντας δηλαδή ο Χριστός τους φανερά δαιμονισμένους και κατά το σώμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πιστοποιούσε «δια της φανερώς ενεργουμένης ταύτης ελευθερίας... την εν κρυπτώ κατά ψυχήν γινομένην ελευθερία» του άνθρώπου «εκ της του διαβόλου τυραννίδος»21. Με την απελευθέρωση των δαιμονισμένων από τη δυναστεία του διαβόλου ο Χριστός γνωστοποιούσε στους ανθρώπους ότι αυτός είναι εκείνος που μπορεί να ελευθερώσει τις ψυχές από τη δουλεία τους στον πονηρό και να χαρίσει σ' αυτούς την αιώνια ελευθερία22. Η απελευθέρωση του άνθρώπου από την παραπάνω δουλεία δεν περιορίστηκε κατά τον Παλαμά στην περίοδο της επίγειας ζωής του Χριστού. Συνεχίζεται να πραγματώνεται στο πλαίσιο της Εκκλησίας με τον διπλό πάντοτε χαρακτήρα της, που αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου23.
Η ενανθρώπηση, ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού αποτελούν ιστορικά γεγονότα της ζωής του, που έχουν όμως απελευθερωτική σημασία για τον άνθρωπο24. Η μόνη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την δουλεία στην αμαρτία, τον πονηρό και τον θάνατο, είναι να μετάσχει μυστηριακώς στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Μετέχοντας ο άνθρωπος κατά μυστηριακό τρόπο στο ζωοποιό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού με το βάπτισμα μετέχει στις οντολογικές προϋποθέσεις της ελευθερίας του και δέχεται πραγματικώς και χαρισματικώς την απελευθέρωσή του από την παραπάνω τριπλή δουλεία. Όπως δηλαδή η ευθύνη του θανάτου εξαιτίας του Αδάμ πέρασε σ' όλους τους ανθρώπους, έτσι περνά κατά τον Παλαμά και η αιώνια ζωή, που είναι ζωή ελευθερίας, σ' όλους εκείνους, που αναγεννώνται πνευματικώς από τον Θεάνθρωπο25.
Με την ίδρυση της Εκκλησίας ο Χριστός γίνεται η αστείρευτη πηγή της θείας χάριτος, που απελευθερώνει τον πιστό μέσω των μυστηρίων από την αμαρτία και τις συνέπειές της26. Η απελευθερωτική χάρη του βαπτίσματος δεν χάνεται, όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει και δεν αξιοποιεί την προσφορά του Θεού, γιατί τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα, παραμένει όμως ανενεργός27. Ωστόσο, όταν με την δύναμη των μυστηρίων και την ανθρώπινη συνεργία διατηρείται αυτή η χάρη ενεργός, τούτο σημαίνει ταυτόχρονα και την παρουσία της πραγματικής ελευθερίας του. Αναφερόμενος ο Παλαμάς στο χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου»28, παρατηρεί ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και τον θάνατο, που πραγματώνεται με τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, παρέχει όχι μόνο αθανασία αλλά και αναμαρτησία29. Έχοντας ο άνθρωπος απελευθερωμένη τη φύση του από τα πάθη, τη φθορά και τον θάνατο και το φρόνημά του απελευθερωμένο από την αμαρτία μπορεί να κινείται στην περιοχή της πραγματικής ελευθερίας. Άλλωστε πραγματική ελευθερία χωρίς την οντολογική απελευθέρωση από την αμαρτία είναι ακατανόητη. Με την ανάληψη του σαρκωθέντος και αναστάντος Λόγου του Θεού στους ουρανούς διασφαλίστηκε κατά τον Παλαμά η ελευθερία του ανθρώπου για την αιωνιότητα, αφού η κτιστή ανθρώπινη φύση εισήλθε με τον Χριστό στους κόλπους του Θεού Πατέρα30. Όπως δηλαδή με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου η φύση μας ενώθηκε υποστατικώς με τη θεία φύση και έγινε ομόθεη31, έτσι και με την ανάληψη του Χριστού η φύση μας έγινε ομόθρονη, αφού ο Χριστός μ' αυτήν «εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν ουρανοίς»32.
Η ελευθερία όμως που παρέχεται από το Χριστό στο πλαίσιο της Εκκλησίας παρουσιάζει μια εξωτερική αντινομία, γιατί η ελευθερία αυτή εμφανίζεται ως ολοκληρωτική δουλεία στον Χριστό. Η ολοκληρωτική δουλεία των πιστών στον Χριστό είναι μια εκούσια, δουλεία, που προκύπτει ως ανταπόκρισή τους στην προσφορά του Χριστού. Όταν όμως οι πιστοί προσφέρουν τη θέλησή τους στον Χριστό ενούμενοι ολοκληρωτικά μ' αυτόν, δεν σημαίνει ότι στερούνται την ελευθερία τους. Αντίθετα μάλιστα, οικειώνονται το πνεύμα του Χριστού. Αλλά το πνεύμα του Χριστού, που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι «πνεύμα δουλείας» αλλά «πνεύμα υιοθεσίας»33, πράγμα που σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι είναι «πνεύμα ελευθερίας, ταυτό δ' ειπείν το πνεύμα το άγιον»34. Κατά συνέπεια, οικειούμενοι οι άνθρωποι εν Χριστώ το πνεύμα του Χριστού έχουν και βιώνουν την κατεξοχήν ελευθερία τους, αφού και κατά το βιβλικό χωρίο «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία»35. Η ελευθερία αυτή, για την οποία μιλά ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, αποκαλύπτεται κατά τον Παλαμά με το φως της θείας χάριτος36.
Και επειδή, όπως λέχθηκε, το Άγιο Πνεύμα, ως πνεύμα Κυρίου, είναι πνεύμα όχι δουλείας αλλά πνεύμα υιοθεσίας και ελευθερίας, η ελευθερία των πιστών στο πλαίσιο της Εκκλησίας κατανοείται σωστά και πλήρως μόνο όταν συνδέεται άρρηκτα με τη χαρισματική υιοθεσία τους από τον Θεό. Η χαρισματική υιοθεσία χαρακτηρίζει εκείνους που λυτρώθηκαν από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας και πήραν την άκτιστη δύναμη να γίνουν κατά χάρη παιδιά του θεού. Όταν μιλάμε για χαρισματική υιοθεσία των πιστών, παρατηρεί ο Παλαμάς, αναφερόμαστε στην υιοθεσία τους από τον Θεό Πατέρα, που τους δόθηκε όμως κατά χάρη από τον Χριστό37.
Με την άκτιστη χάρη του βαπτίσματος ο Χριστός αναγεννά πνευματικώς τους ανθρώπους και γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ο οποίος τους τρέφει πνευματικώς όχι μόνο με το σώμα και το αίμα του αλλά και με το πνεύμα του. Με τον τρόπο αυτό τους καθιστά «αείζωους» και κατά χάρη «υιούς αγαπητούς του ουρανίου Πατρός»38. Αλλά ως μέτοχος της άκτιστης θείας χάριτος ο υιοθετημένος από τον θεό άνθρωπος γίνεται κατά τον Παλαμά όχι μόνο «θέσει» υιός αλλά και πνεύμα39. Εδώ όμως είναι απαραίτητη και μια διευκρίνιση του θεόπτη θεολόγου, που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και για όσα θα πούμε στη συνέχεια για το χαρακτήρα της ελευθερίας. Οι πιστοί με τη χαρισματική γέννησή τους από τον Θεό υιοθετήθηκαν πραγματικώς από αυτόν, δεν έγιναν όμως αμέσως και «ενεργεία» παιδιά του Θεού. Πήραν απλώς τη δύναμη να γίνουν παιδιά του Θεού στα έσχατα, κατά τη μέλλουσα δηλαδή βασιλεία του Θεού. «Πως δε ειπών ότι εκ του Θεού εγεννήθησαν», σημειώνει ο Παλαμάς, «ουκ ειπέν ότι και γεγόνασι τέκνα Θεού40, αλλ' έλαβον δύναμιν γενέσθαι; Προς το τέλος και την αποκατάστασιν εκείνην βλέπων, την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος»41.
Ποιος όμως είναι τελικώς ο χαρακτήρας της ελευθερίας των πιστών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι η ελευθερία των πιστών έχει οντολογικό και χαρισματικό χαρακτήρα, έχει ανθρωπολογικό και ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο με σαφή εσχατολογική προοπτική. Αλλά πώς κατανοείται η σημασία των βασικών αυτών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ελευθερίας στο πλαίσιο της Εκκλησίας;
Απ' όσα είπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου μας έγινε φανερός ο οντολογικός χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου ως προς την ανθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ήδη ότι το αυτεξούσιο του άνθρώπου αποτελεί θεμελιώδες οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας και συγκεκριμένα με το βάπτισμα το φθαρμένο και συσκοτισμένο από την πτώση αυτεξούσιο του ανθρώπου όχι μόνο εξυγιαίνεται και ανακαινίζεται, αλλά εμπλουτίζεται χαρισματικώς με την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως η ελευθερία του ανθρώπου αποκτά εκτός από το ανθρωπολογικό και θεολογικό κατά κυριολεξία περιεχόμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή ως πιστός έχει φυσική και χαρισματική ελευθερία.
Ποιος είναι όμως αναλυτικότερα ο χαρακτήρας της χαρισματικής αυτής ελευθερίας και ποια είναι η σχέση της με την κατά φύση ανθρώπινη ελευθερία;
Η χαρισματική ελευθερία του ανθρώπου σύμφωνα με την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, που μας καταθέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχει οντολογική ύπαρξη, γιατί αποτελεί συγκεκριμένη άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Ερμηνεύοντας ο Παλαμάς το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας, πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. και γαρ ποιητικόν τούτων απάντων»42, και στρεφόμενος άμεσα κατά του Ακινδύνου σημειώνει απερίφραστα τον άκτιστο χαρακτήρα της ελευθερίας, χαρακτηρίζοντας την ελευθερία ως μία από τις οικείες, φυσικές και έμφυτες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που παρέχονται από τον Θεό στον πιστό μυστηριακώς εντός της Εκκλησίας43. Έτσι η βιβλική μαρτυρία, «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία», σημαίνει ότι η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον πιστό αποτελεί παρουσία της άκτιστης ελευθερίας44.
Εδώ όμως τίθεται εύλογα το ερώτημα: Όταν ο άνθρωπος οικειώνεται την ελευθερία ως φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τί γίνεται η δική του ελευθερία ως ενέργεια του αυτεξουσίου του; Καταργείται, παραμερίζεται, ατονεί ή διατηρεί πλήρως την ιδιαιτερότητά της; Αν καταργείται, δεν ακρωτηριάζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα; Και αν πάλι παραμένει, πώς συμβιβάζονται δύο ελευθερίες στο ίδιο πρόσωπο και μάλιστα η μία άκτιστη και η άλλη κτιστή; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει έμμεσα ο Τόμος του 135145 με την αναφορά του στον Όρο της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου για τις δύο θελήσεις του Χριστού46. Οι δύο θελήσεις του Χριστού σύμφωνα με τον Όρο ενώθηκαν, όπως και οι φύσεις του, «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», πράγμα που διασφαλίζει την ενότητα και την ιδιαιτερότητα των δύο θελήσεων. Οι θελήσεις του Χριστού, ενώ παραμένουν αδιαίρετα ενωμένες και διατηρούν «ατρέπτως και ασυγχύτως» τα φυσικά χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, δεν αντίκεινται μεταξύ τους, αλλά η ανθρώπινη ακολουθεί και υποτάσσεται στη θεία. Αυτή ακριβώς η υποταγή της ανθρώπινης θελήσεως στη θεία θέληση αποτελεί και έκφραση της αναμαρτησίας του Χριστού.
Κατά συνεπεία η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα έχει χριστολογική βάση. Η ύπαρξη των δύο φυσικών αυτεξουσίων47 και θελήσεων στον Χριστό εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεών του θεμελιώνει και την ύπαρξη των δύο ελευθεριών και θελημάτων στους πιστούς εξαιτίας της χαρισματικής και οντολογικής εντάξεώς τους στο μυστηριακό και θεωμένο σώμα του. Εδώ όμως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την θεμελιώδη διαφορά του πιστού από τον Χριστό. Ο πιστός έχει ως ίδιο της φύσεώς του μόνο την ανθρώπινη θέληση και ελευθερία. Η άλλη θέληση και ελευθερία του είναι άκτιστη φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, την οποία οικειώνεται και διατηρεί μόνο κατά χάρη.
Αλλά η σχέση των δύο φυσικών αυτεξουσίων και θελήσεων του Χριστού παρέχει το μέτρο και το βαθμό, προς τον οποίο οφείλει να αποβλέπει η σχέση της ανθρώπινης θελήσεως και ελευθερίας με την άκτιστη θέληση και ελευθερία του Τριαδικού Θεού. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι σχέση υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στη χαρισματική ελευθερία, που παρέχεται στον πιστό ενόσω παραμένει ζωντανό μέλος του μυστηριακού σώματος του Χριστού. Η άσκηση των αρετών με την ελεύθερη και αγαπητική τήρηση των εντολών από την μία και κατεξοχήν η ελεύθερη και συνειδητή μετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας από την άλλη αποτελούν τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, με τον οποίο ο πιστός υποτάσσει την κτιστή θέληση και ελευθερία του στην άκτιστη θέληση και ελευθερία του Θεού. Η υποταγή του ανθρώπου στο θέλημα του θεού παρά την φαινομενική αντινομία της προς την ελευθερία αποτελεί πρακτικώς το συνειδητό άνοιγμα του ανθρώπου στην πραγματική ελευθερία του. Με τον τρόπο αυτόν ο πιστός γίνεται μέτοχος στην ίδια την άκτιστη ζωή του Χριστού, που είναι ζωή ελευθερίας εν Αγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, η εν Χριστώ ελευθερία του πιστού είναι χαρισματική ελευθερία και μάλιστα στο μέτρο υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Είναι λοιπόν φανερό ότι η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία των πιστών δεν αποτελεί μια ασαφή, νεφελώδη και αόριστη πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια σαφής και πολύ συγκεκριμένη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, που χαρακτηρίζει μια κατά μέθεξη χαρισματική και άκτιστη πραγματικότητα, η οποία νοηματοδοτεί όλες τις εκδηλώσεις και την όλη ζωή του πιστού. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας δίνονται μερικά βασικά στοιχεία που περιγράφουν, χωρίς όμως και να εξαντλούν τα όρια φανερώσεως και τα όρια εκτροπής αυτής της ελευθερίας. Έτσι, το Ευαγγέλιο δίνει τους δείκτες που σηματοδοτούν τη ζωή της ελευθερίας, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Ιάκωβο ως «τέλειος νόμος της ελευθερίας»48, με βάση τον οποίο άλλωστε θα ανακριθεί και θα κριθεί η όλη ζωή των πιστών στη μέλλουσα κρίση49. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην παραπάνω βιβλική μαρτυρία σημειώνει ερμηνευτικώς ότι το Ευαγγέλιο είναι όχι μόνο «νόμος ελευθερίας» αλλά και «νόμος της χάριτος»50. Οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί του Ευαγγελίου ως νόμου της χάριτος και νόμου της ελευθερίας υποδηλώνουν, έμμεσα πλην σαφώς, ότι το Ευαγγέλιο δεν αποτελεί κώδικα νομικών επιταγών που καλούν σε συμμόρφωση με την απειλή της τιμωρίας, αλλά ότι είναι ένα πλαίσιο που οριοθετεί τη ζωή των πιστών και την προσανατολίζει σταθερά στην πηγή της πραγματικής ελευθερίας, που είναι ο Τριαδικός Θεός.
Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εν Χριστώ ελευθερία των πιστών έχει εσχατολογική προοπτική. Η ολοκλήρωση και η τελείωσή της βρίσκεται στα έσχατα. ‘Όπως είναι γνωστό από την εμπειρία της Εκκλησίας μας, τα έσχατα είναι και παρόντα, και ως παρόντα βιώνονται κατεξοχήν στα μυστήρια. Έτσι, οι πιστοί και στην παρούσα ζωή ζουν βεβαίως την χαρισματική ελευθερία ως πρόγευση και αρραβώνα της εσχατολογικής ελευθερίας τους. Αλλά η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία στην πληρότητά της θα βιωθεί και θα φανερωθεί μετά την ανάσταση των νεκρών, στη μέλλουσα βασιλεία του θεού, όπου οι πιστοί θα συνθέτουν τα ένδοξα μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, και θα γίνονται όλο και περισσότερο δεκτικοί του Αγίου Πνεύματος τελειούμενοι ατελευτήτως51.
Συνοψίζοντας όσα αναφέραμε στο σύντομο αυτό άρθρο μας μπορούμε επιγραμματικά να πούμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου ως οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα μπορεί κατά χάρη να αποκτά και άκτιστο χαρακτήρα με εσχατολογική προοπτική, όταν εμπλουτίζεται σταθερά με την άκτιστη ελευθερία του Θεού. Η άκτιστη αυτή ελευθερία βρίσκεται οντολογικώς εκεί όπου βρίσκεται και η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα παρέχει την χαρισματική ελευθερία, που οικειώνεται μεν με τα μυστήρια, ενεργοποιείται όμως και βιώνεται συνειδητά, όταν ο πιστός υποτάσσει με την τήρηση των εντολών εκούσια και συνεχώς την κτιστή ελευθερία του στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Τέλος, η Εκκλησία αποτελεί το πλαίσιο πραγματώσεως της αληθινής ελευθερίας του άνθρώπου, επειδή αυτή αποτελεί τον χώρο οικειώσεως, βιώσεως και φανερώσεως της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματική ελευθερία, αφού κατά τη βιβλική μαρτυρία «ου το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία»52.
 
SUMMARY
THE CHARACTER OF MAN'S FREEDOM
We can say simply that man's freedom, as an ontological characteristic of his creation in the image of Cod, can take on an uncreated character with an eschatological perspective when it is steadily enriched by the uncreated freedom of God. This uncreated freedom is found where ever the charismatic presence of the Holy Spirit is found. The presence of the Holy Spirit grants charismatic freedom, which can be known through participation in the Holy Mysteries, and can also be activated and lived consciously whenever the believer subjects himself voluntarily to the observance of the commandments and continually offers his own created freedom to the uncreated freedom of God. Finally the church provides the context for accomplishing the true freedom of man since it is the locus for the manifestation of this charismatic presence of the Holy Spirit and the place for familiarization with and life in the Holy Spirit, who secures true freedom for man. For according to Scripture, «where the Spirit of the Lord is, there is freedom», (II Cor, 3,17).
 
 
  • 1. «Ου γαρ εκ της ουσίας ο ων, αλλ' εκ του όντος η ουσία. αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι». Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, επιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3 PG 36, 625C.
  • 2. Βλ. Γέν. 1,27.
  • 3. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 47, PG 150, 1156 Α.
  • 4. Βλ. Ομολογία 6, επιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. Β', σ. 497.
  • 5. Ομιλία 36, PG 151, 449 Β.
  • 6. Βλ. Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 156 εξ.
  • 7. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 27, PG 150, 1137 D.
  • 8. Βλ. Ομιλία 41, PG 151, 517 C.
  • 9. Βλ. Ομιλία 63, έκδ. Σ. Οικονόμου, Του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ', Αθήναι 1861, σ. 280.
  • 10. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 44, PG 150, 1152 D.
  • 11. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 39, PG 150, 1148 Β.
  • 12. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 Β.
  • 13. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 54, PG 150, 1160 D.
  • 14. Βλ. ό.π.. 31, 388 C.
  • 15. Βλ. Ομιλία 22, PG 151, 289 Α.
  • 16. Βλ. Ομιλία 43,5, Σ. Οικονόμου, σ. 45.
  • 17. Βλ. Λόγος εις τα σωτήρια και ζωοποιά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού 5, εκδ. Β. Ψευτογκά, σ. 98.
  • 18. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 139 D.
  • 19. Βλ. Ομιλία 52, Σ. Οικονόμου σ. 123.
  • 20. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 BC Πρβλ. Ομιλία 61, Σ. Οικονόμου σ. 266.
  • 21. Βλ. Ομιλία 50, Σ. Οικονόμου σ. 101.
  • 22. Βλ. ό.π., σ. 102.
  • 23. Βλ. Ομιλία 57, Σ. Οικονόμου, σ. 220.
  • 24. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 277 ΑΒ: «Ο γαρ γέγονε, δι' ημάς γέγονεν ο Κύριος... και άπερ έπαθε τη σαρκί, δι' ημάς έπαθε, τα ημών εξιώμενος πάθη, και δια τας ημετέρας αμαρτίας ήχθη εις θάνατον, και δι' ημάς ανέστη και ανελήφθη, παροικονομών ημίν την εις απείρους αιώνας ανάστασιν και ανάληψιν».
  • 25. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 201 Α.
  • 26. Βλ. Ομιλία 58, Σ. Οικονόμου, σ. 230-231.
  • 27. Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1077.
  • 28. Ρωμ. 8,2.
  • 29. Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,23,91. Π. Χρήστου, τόμ. Γ' σ. 356-7.
  • 30. Βλ. Ομιλία 12, PG 151, 204 CD. Πρβλ. Ομιλία 16, PG 151, 206 Β.
  • 31. Βλ. Ομιλία 14, PG 151, 168 Α.
  • 32. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 281 D, με αναφορά στο Εβρ. 1,3.
  • 33. Ρωμ. 8,15.
  • 34. Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,17,67, επιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ', σ. 336-337.
  • 35. Β' Κορ. 3,17.
  • 36. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,36, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 649.
  • 37. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 217 C.
  • 38. Βλ. Ομιλία 56, Σ. Οικονόμου, σ. 207-208.
  • 39. Βλ. Αποδεικτικός 1,10, Π. Χρήστου, τόμ. Α', σ. 37.
  • 40. Με αναφορά στο Ιω. 1,12-13.
  • 41. Ομιλία 57, Σ. Οικονόμου, σ. 221.
  • 42. Λόγος 31 (Θεολογικός 5), PG 36, 165C. Πρβλ. Λόγος 41,9, PG 36, 441C. Βλ. στο Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός 5,17,66, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Γ', σ. 335-7.
  • 43. Βλ. ό.π., σ. 336.
  • 44. Βλ. ό.π., σ. 337.
  • 45. Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 729 Β.
  • 46. Βλ. Όρο Πίστεως της S' Οικουμενικής Συνόδου, στο, Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, τόμ. Α', σ. 222-223: «Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν. και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο... αλλά επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ουν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι».
  • 47. Βλ. σχετικώς, Ιω. Δαμασκηνού, ‘Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 57, PG 94, 1033 Α: «Έχειν τον Χριστόν ομολογούμεν καταλλήλως ταις δύο φύσεσι διπλά τα φυσικά ιδιώματα, δύο θελήσεις φυσικάς, την τε θείαν και την ανθρωπίνην, και ενεργείας δύο φυσικάς, θείαν τε και ανθρωπίνην, και αυτεξούσια δύο φυσικά, θείον τε και ανθρώπινον, και σοφίαν και γνώσιν, θείαν τε και ανθρωπίνην. Ομοούσιος γαρ ων τω Θεώ και Πατρί, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως Θεός, ομοούσιος δε ων και ημίν, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως άνθρωπος».
  • 48. Ιακ. 1,25.
  • 49. Πρβλ. Ιακ. 2,12.
  • 50. Βλ. Ομιλία 38, PG 151, 480 C.
  • 51. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,11, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 517.
  • 52. Β' Κορ. 3,17.