Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Οι Σιναΐτες και η σημασία τους στη ζωή της Σερβίας το 14ο και 15ο αιώνα



Οι Σιναΐτες και η σημασία τους στη ζωή της Σερβίας το 14ο και 15ο αιώνα







Προτού ξεκινήσουμε με μια πιο λεπτομερή έκθεση των Σιναϊτων και του ρόλου τους στη ζωή της Σερβίας κατά το 14ο και 15ο αιώνα, καθώς και του συνδεδεμένου με το ονομά τους πνεβματικού κινήματος είναι απαραίτητο ωα απαντήσουμε σε μερικά ερωτήματα. Πρώτον: πώς προκύπτει η ονομασία «Σιναΐτες» ; άμεση σχέση με αυτό έχει και το δεύτερο ερώτημα : ποιοί και ποιάς προέλευσης ήταν οι «Σιναΐτες»; Καθώς και ακόμα ένα ερωτήμα: πώς βρέθηκαν αυτοί στη Σερβία το 14ο και 15ο αιώνα.
Δεν υπάρχει καμία αμφοβιλία ότι η ονομασία «Σιναΐτες» είναι συνδεδεμένη, είτε έμμεσα είτε άμεσα με το Όρος Σινά. Το Σινά από την αρχαιότητα ασκούσε έλξη στους ερημίτες ως ο τόπος των θεοφανείων και της μυστηριώδης συνάντησης ανάμεσα στο θεό και το Μωυσή (στην στη λεγόμενη βατο). Από την εποχή του αυτοκράτορα η ξακουστή μονή στο Σινά, το Σινά έγινε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της χριστιανικής οικουμένης.
Βρισκόμενοι σε διαρκή πνευματική σχέση με την Παλαιστίνη και τα πνευματικά κέντρα της, καθώς και με την αιγυπτιακή έρημο, πλούσια μοναστικοί οικισμοί από αρχαιοτάτων χρόνων, οι μοναχοί και ερημίτες του Σινά με τον καιρό απέκτησαν ξεχωριστή φήμη και έγιναν φορείς των σιναϊκών παραδόσεων και εμπειριών, οι οποίες με προσωπική επαφή ή μέσω γραπτών γραμμένων από την πλευρά των σιναϊκών ασκητών έγιναν αποδεκτές και άσκησαν μεγάλη επίδραση τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση.
Εκτός από τον Αναστάσιο και τον Νιλ το Σιναϊτη, τον Φιλόθεο το Σιναϊτη και άλλους Σιναΐτες ασκητές και συγγραφείς, ξεχωριστό ρολό έπαιξε ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος με την «Κλίμακά» του, η οποία από πολύ νωρίς είχε μεταφραστεί στη σλάβικη γλώσσα και χρησίμευσως η καλύτερη γέφυρα και σύωδεσμος των σλαβικών χωρών και των σιναϊκών πνευματικών παραδόσεων.
Όσαν αφορά τις σερβικές σχέσεις με το Σινά, αυτές ξεκινάνε ήδη από την εποχή του Άγιου Σάββα.
Με την ευκαιρία του δεύτερου ταξιδιού του στην Ανατολή ο Άγιος Σάββας έδωσε μεγάλη δωρεά για την ανοικοδόμηση της μονής του «Κολμόν»στην Ιορδανία που χρησίμευε για να ξεκουράζονται οι προσκυνητές του Σινά. Την Αγία Σαρακοστή ο Άγιος Σάββας την περνάει στο Όρος Σινά με νηστεία και προσευχή.
 
 
 
 
 
Τα χερόγραφα βιβλία σερβικής επιμέλειας από το 13ο αί. στη μονή του Σινά μαρτυρούν την ύπαρξη, εκείνη την εποχή Σέρβων μοναχών στο Σινά. Έτσι, για παράδειγμα στο ψαλτήριο, σερβικής επιμέλειας , του 13ο αι. από τη μονή της Άγια Αικατερίνης στο Σινά υπάρχει χερουβικός ύμνος γραμμένος στα κυριλλικά, πιθανόν καταγεγραμμένος λίγο αργότερα από τη δημιουργία του ίδιου του ψαλτηρίου. Αυτό το κυριλλικό έπρεπε ωα εξυπερετεί τους Σέρβους καλόγερους που ζούσαν εκεί ή τους χατζίδες, που επισκέπτονταν το Σινά. Οι σχέσεις της Σερβίας με το Σινά και η πνεβματική επίδραση της Παλαιστίνης και του Σινά σε αυτήν, συνεχίστηκαν ολόκληρη την περίοδο του «Νεμάνια».
Αυτό το μαρτυρά και η έγνοια της βασίλισσας «Γιέλενα» και των υών της «Ντραγκούτιν» και «Μλούτιν» για τη μονή του Σινά. Η βασίλισσα «Γιέλενα» γενναία προίκισε τη μονή στην οποία στα τέλη του 14ο αι. Υπήρξε και ένας ηγούμενος Σέρβος, με το όνομα «Γιοανίκιγιε».
Γαι τη «Γιέλενα», τη γυναίκα του «Ούρος» λέγεται ότι είχε «πνευματικούς πατέρες στην αγίο πόλη της Ιερουσαλήμ , στο Σινά, στη Ραΐ τα , και στο Άγιο Όρος στον Άθω» εκείνη εξομολογούταν σε αυτούς και τους έκανε μεγάλες δωρεές. Ισχυροί δεσμοί μεταξύ Σερβίας και Σινά πιστοποιούνται και την εποχή του αυτοκράτορα «Ντούσαν», αλλά και μετά από αυτόν. Την εποχή του «Ντούσαν» οι κάτοικοι του «Ντούμπροβνικ» πλήρωναν φόρο για το μοναστήρι το οποίο είχε πραδοθεί στν κατοχή τους , στο «Στον». Στο «Πελιέσατς», όχι μόνο στη μονή των αγ. Αρχαγγέλων στην Παλαιστίνη , αλλά και στη μονή της αγ. Θεοτόκου στο Σινα.
Τον «χάρτη του Ντούσαν» για τη μονή της Θεοτόκου του Σινά επιβεβαιώνει και ο αυτοκράτορας «Ούρος» στις 24 Απριλίου 1357 στο Πρίζρεν.
Αυτές οι σχέσεις Σερβίας και Σινά από στην εποχή του Αγίου Σάββα συνήθως ήταν μέσω της Παλαιστίνης. Στην Παλαιστίνη, εκτός από την άφιξη προσκυνητών, υπήρχαν και κάμποσα σερβικά μετόχια (το μετόχι του Αγίου Γεωργίου στην Άκρη, και το μετόχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σιόνη και στα Ιεροσόλυμα, τα οποία είχε αγοράσει ήδη ο Α. Σάββας για τους Σέρβους μοναχούς και προκυνητές) ˙ αργότερα, ακόμα και τη λαύρα του αγ. Σάββα του Αγιασμένου κρατούσαν στα χέρια τους μοναχοί σερβικής καταγωγής. Υπήρχαν στενές σχέσεις ειδικά μεταξύ της μονής των αγ. Αρχαγγέλων, ψηχοφελής προικοδότηση του βασιλιά «Μιλούτιν» στν Παλαιστίνη, και του όρους Σινά.
Την παρουσία Σέρβων μοναχών στην Παλαιστίνη και στο Σινά επιβεβαιώνουν και πολυάριθμα «σρμπούλισκι» χειρόγραφα : αυτά, αριθμητικά, μευταξύ των σλαβικών χειρογράφων που φυλάσσονται στην Ανατολή, βρίσκονται στην πρώτη θέση . Η πλειοψηφία αυτών των χειρογράφων προέρχεται από το 14ο αι.. Κάποια από αυτά τα χειρόγραφα ήρθαν στην Ανατολή από τα Βαλκάνια, μερικά γράφτηκαν στο Σινά, ενω κάποια στην Παλαιστίνη. Υπάρχουν αρκετά και από το 15αι.,ενώ εμφανίζονται ως και το 18ο αι.. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν τους συνεχείς δεσμούς των Σέρβων με την Παλαιστίνη και το Σινά.
Εκτός από τη μετάφραση και αντιγραφή λειτουργικών κειμένων ανάμεσα σε αυτά τα σιναϊτο-παλαιστινιακά χειρόγραφα, σώζονται και μεταφράσεις πνευματικής βιβλιογραφίας, που συνηθιζονταν στους Σλάβους των Βαλκανίων εκείνης της εποχής (Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Πέτρος Δαμασκηνός, Μακάριος ο Μέγας, Ευσέβιος ο Αλεξανδρινός, Εφραίμ και Ισαάκ οι Σύριοι , διηγησείς γαι Σιναΐτες γέροντες κ.α.).
 
 
 
 
 
Η αύξηση του αριθμού των σερβικών χειρογράφων από το 13ο εως το 15ο αι. στο Σινά και στην Παλαιστίνη, πιστοποιεί την αύξηση και του αριθμού των Σέρβων μοναχών στην Ανατολή, και ότι οι δεσμοί του σερβικού έθνους με την Ανατολή έγιναν ακόμα πιο δυνατοί. Αυτοί οι δεσμοί έγιναν ακόμα πιο στενοί την εποχή του αυτοκράτορα Λάζαρου, χάρη, από τη μία πλεβρά, στα τραγικά γεγονότα τόσο στην Ανατολή όσο και στα Βαλκάνια, και από την άλλη πλευρά στην ξεχωριστή προσωπικότητα του ίδιου του αυτοκράτορα Λάζαρου, καθώς και στην ιδιαίτερη συμπάθειά του τόσο προς το μοναχισμό του Αγίου Όρους όσο και προς το μοναχισμό Παλαιστίνης-Σινά.
Είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο ηγεμόνας Λάζαρος πήγε προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλημα με αυτήν την ευκαιρία, μεταξύ των άλλων, επισκεύτηκε των αγ.Αρχαγγέλων. Ο ίδιος είναι γνωστός ως ο κτήτορας και δωρητής μονών εκτώς των ορίων της περιοχής του. Η γενναιοδωρία του απλωνόται όχι μόνο ως το Αγίο Όρος και τη Βλαχία, αλλά και ως τα Ιεροσόλημα, το Σινά, και ως τις κοπτικές μονές στην πρώην περιοχή της Αιγύπτου. Αυτό το πνευματικό δέσιμο με τα «άγια» της Ανατολής και από ενθουσιασμό προς αυτά , επιβεβαιώνεται κατά παράξενο τρόπο από την δημοτική παράδοση σχετικά με ένα γεράκι , το οπόιο πετάει από τους Αγίους τόπους για να τον ενθαρρύνει να επιλέξει την «Ουράνια Βασιλεία»˙ παράδοση η οποία ασφαλώς δεν είναι χωρίς ιστορικό υπόβαθρο, μεταποιημένου σε συμβολισμό της δηνοτικής παράδοση.
Ότι αυτό το άμεσο δέσιμο της ορθόδοξης Ανατολής και των πνευματικών της παραδόσεων με το σερβικό έθνος ήταν πολή δυνατό τόσο το 14ο όσο και το 15ο αι., επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι η κόρη του Λάζαρου, Γιελένα (όπος και η αδερφή της Δέσποινα) γυναίκα του Τζούρτζε ΙΙ Στρατσιμίροβιτς, ηγεμόνα του Μαυροβουνίω (Ζέτα), είχε για πνευματικό της το Νίκονα τον Ιερουσαλυμίτη. Ο Νίκονας πιθανώς ήρθε από την Ανατολή για τον αδελφό και γέροντα της μονής του Αγ. Νικολάου από το Βράνιε του μετοχίου του Αγ. Αρχαγγέλου στα Ιεροσόλυμα. Εκείνος μετά από παράκλησή της σινέθεσε (το 1442) την ανθολογία «Γκόριτσκι» με πνευματικά κείμενα.Σώζεται και αλληλογραμία του τη Γιέλενα Μπάλσιτς, αργότερα παντρεμένη με τον «Σαντάλ Χράνιτς» εμφυσημένη με το πνεύμα του ησυχασμού, που εκείνη την εποχή άνθιζε από το Σινά ως το Κίεβο.Ότι ο Νίκονας ο Ιεροσολυμίτης ήταν φορέας της ιδέας του Σιναΐτικου και του αγιορείτικου ησυχασμού είναι εμφανές σε ένα άλλο χειρόγραφό του, το Εξαήμερο της μονής της «Σάβινε» (1439/40) εκός από το Εξαήμεο του αγ. Βασιλείου του Μέγα, διατηρούνται και αρχεία των πιο δημοφιλών ησυχαστών: του Σιμεών του νέου Θεολόγου, του Γρηγορίου Σιναίτη, του Κάλιστου Ξανθόπουλου κ.α., οι οπίοι εκείνη την περίοδο ήταν το πιο αγαπημένο πνευματικό κείμενο. Ότι ο Νίκονας ο Ιεροσολυμήτης ερχόταν σε άμεση επαφή όχι μόνο με τα Ιεροσόλυμα αλλά και με το Σινά φαίνεται στη δική του «Διήγηση» σχετικά με τις εκκλησίες των Ιεροσολύμων και ερημιτικές τοποθεσίες , επήσης γραμμένη για την πνευματική του κόρη «Γιέλενα» . Σε αυτήν την διήγηση στην πραγματικότητα περιγράφει τα ταξίδια του στα Ιεροσόλυμα , στο Σινά καο Αίγηπτο την περίοδο μεταξύ 1398/1412.
Овде сада укуцати текст са папира који је од пола
Οφθαλμοφανώς, οι σχέσεις της Σερβιάς με την Παλαιστίνη και το Σινά συνεχίστηκαν και την εποχή της αυτοκράταρας «Μίλιτσα», του Στέφανου του «Βίσοκ» και του «Τζούρτζε Μπράνκοβιτς», και δεν διοκόπηκαν καθόλουέως και το 18ο αι.. Αυτό το επιβεβαιώνει, ανάμεσα στα άλλα και η επιστολή του πατριάρχη Ιεροσολύμων, Θεόφιλου, προς το Στέφαβο τον «Βίσοκι» σε αυτήν ο πατριάρχης τον παρακαλεί να ελεήσει τη μονή του Αγ. Ιωάννη του/////////// κοντά στον Ιορδάνη. Το ότι και η Βοσνία επικοινωνούσε με το Σινά , όπος και το ότι στο Σινά υπήρχαν, κυρίως το 14ο και 15ο αι., Σέρβοι σιναΐτες μοναχοί, φαίνεται σε έωα γράμμα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γενά....., στο οποίο αναφέρεται ο «επίσκοπος Βοσνίας» (πιθανώς ο Δαυίδ), ο οποίος ζούσε στο παλάτι του////////////), ο οποίος έφερνε στους σιναΐτες μοναχούς δώρο από την ////////////. Πρέπει να πούμε ότι στη ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ Σερβίας και Σινά ξεχωριστό ρόλο έραιξε μονή Αγ. Ιωάννη του /////////, στο////////// όρος, κοντά στην πόλη Σέρρες, στη Μακεδονία, η οποία ήταν σιναΐικό μετόχι και που από την εποχή του αυτοκράτωρα «Ντούσαν» ήταν στις περιοχές της σερβικής χώρας. Εκτός από αυτό το μετόχι, υπήρχε άλλο ένα σιναΐτικό μετόχι στη Θεσσαλονίκη. Σάθηκαν δέκα//////// του αυτοκράτορα «Ντούσαν» προς το σιναΐτικό μετόχι στις Σέρρες. ///////////// αυτό το μετόχι ήταν σημαντικό και από εκεί περνούσε ο δρόμος των μοναχών και των προσκηνυτών από τα Βαλκάνια προς το Σινά και αντίστροφα, και έτσι και Σέρβους μοναχούς που μόνιμα ή προσωρινά ζούσαν στο Σινά και έτσι απέκτησαν το δικαίωμα της ονομεασίας «σιναΐτης», μας σώζονται λίγα ονόματα. Να αναφέρουμε κάποια από αυτά. Στα//////////////////////// βιβλία με την ημερομηνία 6 Ιουνίου 1354, αναφέρεται ότι ο Σιναΐτης μοναχός Νικόδημος έπαιρνε //////// τον καιρό του ήγεμονα Νικόλαου του «Μπαρμπάντιν»,σίμφωνα με τη συμφωνία ανάμεσα στον «Ντουμπρόβτσαν» και τον αυτοκράτωρα «Ντούσαν» σχετικά με τη μονή «Στόνα». Μήπως είναι αυτός ένας από εκείνους τους μοναχούς που μετακινήθηκαν στην Παλαιστίνη μετά την παραχώρηση της μονής «Στόνα» κατά την παράκληση του «Ντούσαν».
Είναι γνωστό ότι οι μοναχοί τέτοιου τύπου όπως οι Σιναΐτες, λόγω του μοναχικού τρόπου ζωής τους, ασχολούνταν έντονα, οχι μόνο με την ανάγνωση, αλλά και με την συγγραφή και με ταγραφή βιβλίων.Υπάρχουν μάλιστα σωσμένα και κάποια ονόματα από αυτούς τους Σιναΐτες που αντέγραφαν βιβλία, σλαβικής καταγωρής. Έτσι, για παράδειγμα, στο Σινά αντιγράφουν για τη μονή των αγ. Αρχαγγέλων στην Ιερουσαλήμ οι Ιάκωβος και Γιοανίκιγιε οι Σιναΐτες το «Πόσνι» και το «Τσβέτνι» Τριλόδιο (γίρω στο 1374). Ο ηγούμενος Ιωακείμ , που αργότερα ήταν ηγούμενος της μονής των αγ. Αρχαγγέλων δίνει το βιβλίο στη μετέπιτα μονή του. Σε ένα σιναϊτικό χειρόγραφο υπάρχει σημειωση ότι αυτό το βιβλίο αφιέρωσε στην «Θεοτόκο του Σινά» κάποιος γέροντας Ησαΐας ˙ δεν αναφέρεται , ως τόσο αν ο Ησαΐας ανήκει στη Σιναϊτική αδελφότητα, που είναι και το πιο πιθανό, το οποίο ήρθε απ’ο τα Βαλκάνια.
Πολύ πιο γνωστός ως προσωπικότητα αλλά και για τις αντίγραφές βιβλίων που έκανε, είναι ο ιερέας Ιωάννης ο Σιναΐτης. Με την ευκαιρία του ταξιδιού του στο Σινά, ο Πορφύριος ανακάλυψε τρία χειρόγραφα γραμμένα από το χέρι του Ιωάννη του Σιναΐτη : Ευαγγέλεια , Ψαλτίρειο και μια ανθολογία με το όνομα «Σλόβεσα ντουσεπόλεζνα» .Στη συλλογή αυτή είναι γραμμένοι με το χέρι κάποιου γέροντα ο οποίος από ταπεινότητα ονομάζει τον εαυτό του «πονηρό και κακό»,έπαινοι στον ιερέα Ιωάννη.Ο «Ουσπένσκι» θεωρεί ότι ο ιερέας ιωάννης το 1481 ζούσε, ενώ ο «Β. Ρόζοβ» θεωρεί ότι αυτή η συλλογή είναι αυθεντικό δικό του έργο και τον συγκαταλέγει στους γνήσιους Σέρβους συγγραφείς του 14ου αι..
Ένας από τους πιο σημαντικούς Σέρβους μοναχούς, συνδεδεμένος με το Σινά και τους Σιναίτες, (για τον οποίο δεν ξέρουμε, αλλά δεν αποκλείεται, να πέρασε κάποιον καιρό στη μονή της Άγ. Θεοτόκου στο Σινά)ήταν ο Ιάκωβος, μετέπειτα επίσκοπος της πόλης Σέρρες στη Μακεδονία. Ο Ιάκωβος ανήκει στην ομάδα των πιο κοντονών μαθητών του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, ιδρυτή του κινήματος των Σιναΐτών στα Βαλκάνια το 14οαι, οι οποίοι αργότερα διασκορπίστηκαν από το Άγιο Όρος και τη Βουλγαρία, σε διάφορα μέρη των βαλκανικών ορθόδοξων χωρών.Στο βίο του Οσίου Γρηγορίου λέγεται για τον Ιάκωβο ότι «υπό τη δική του διοίκηση έφτασε σε τέτοια αρετή, να αξιωθεί και να γίνει αρχιερέας, και θα γινόταν και επίσκοπος στην επαρχία Σερβιόν».Ο Ιάκωβος υπήρξε και προσωπικός φίλος του αυτοκράτωρα «Ντούσαν».
Είναι γνωστό ότι πέρασε κάποιον καιρό στην περιοχή γύρω από το «Πρίζρεν»,πιθανως όταν γύρισε από το Άγιο Όρος, στην εκκλησία του Οσίου «Πέταρ Κορίσογκ». Αυτή η εκκλησία ήταν παλιότερα μετόχι της μονής Χιλανδαρίου, μέχρι που ο αυτοκράτωρας «Ντούσαν» την έδωσε στην κατοχή του γέροντα Γρηγόριου, ο οποίος ασκούταν εκει.Κάποιοι υποθέτουν ότι ο γέροντας Γρηγόριος θα μπορούσε να είναι εκείνος ο περιβόητος άγνωστος μαθητής και βιογράφος του αρχιεπισκόπου Δανήλ, στον οποίο οφείλουμε και την «Ανθολογία του βίου Σέρβων βασιλιάδων και αρχιεπισκόπων». Τόσο από το όνομα, ή το μέρος, ή τον τρόπο ζωής, όσο και από τη δράση θα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και ο Γρηγόριος του «Πρίζρεν» ανήκει στον κύκλο των έμμεσων ή των άμεσων μαθητών του Γρηγόριου του Σιναΐτη όπως και ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν μαζί του στην έρημο.Αν αυτή υπόθεση αποδεικνυόταν σωστή,όλα τα γύρω στοιχεία αυτό δείχνουν, τότε αυτό θα σήμαινει ότι οι ησυχαστές σαν τους Σιναΐτες και τους αγιορείτες εμφανίζονται στη Σερβία ήδη από τον καιρό του αυτοκράτορα «Ντούσαν», και μάλιστα απευθείας μέσω του Άγιου Όρους και της Μακεδονίας.
Το τι κύρος απολάμβανε ο Ιάκωβος στην αυλή του αυτοκράτορα «Ντούσαν» φαίνεται και από το ότι είχε τοποθετηθεί, πριν ακόμα εκλεγεί μητροπολίτης στις Σέρρες, ηγούμενος του ψυχομελούς ιδρύματος των Αγ. Αρχαγγέλων, του «Ντούσαν», στην περιοχή του «Πρίζρεν». Ο Ιάκωβος έμεινε πνευματικά δεμένος με το Σινά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.Σε αυτό υποβοήθησε όχι μόνο η γνώση του και η διάθεσή του, αλλά και το γεγονός ότι στη μητροπολιτική του περιοχή άνηκε και το μετόχι του Σινά, όπως η μονή του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, σταυροδρόμ των Σιναϊτών μοναχών.Η Μακεδονία από παλιά ήταν γνωστη για τις σχέσεις της με το θεοπάτητο όρος Σινά. Αυτό φαίνεται και από το ότι η πλειονότητα των συναΐκών σλαβικών χειρογράφων, αρχίζοντας από τα γραμμένα σε «γκλάγκολισκι» γραφή από το 10 ο – 11ο αι., είχε να κάνει με χειρογράφα βουλγαρικής ή σερβικής επιμέλειας από την περιοχή της Μακεδονίας.Τη φροντίδα του Ιάκωβου απέναντι στα σιναΐτικό μαναστήρι και τους σερβικής και σλαβικής καταγωγής μοναχούς του, μαρτυρά και το ότι έστελνε σλαβικά βιβλία στο μοναστήρι. Κατά ένα σημείωμα του ιερέα Ιωάννη (1360) στο σερβικό ευαγγέλιο της μονής Χιλανδαρίου (από το 1337)ο Ιάκωβος έστειλε στη μονή του Σινά (τριώδιο, ωρολόγιο, ψαλτήριο και ανάγνωσμα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου).Και τα δύο τριώδια φυλάσσονται σήμερα στη μονή της Αγ. Αικατερίνης (κάποτε λεγόταν μονή Παναγίας Θεοτόκου), στο Σινά. Και στα δύο τριώδια έμειναν σωσμένοι συγκινητικοί στίχοι του μητροπολίτη Ιάκωβου, που μαρτυρούν την αγάπη του προς το Σινά, όπος και ότι εκείνη την εποχή, εκτός από Έλληνες, υπήρχαν και Σέρβοι Σιναΐτες μοναχοί.Όλα αυτά μαρτυρούν ότι η δημοτική παράδοση που συνδέει την εμφάνιση των Σιναΐτών στη Σερβία άμεσα με το Σινά, όπως και η στηριγμένη σε αυτήν άποψη «Τ. Τζόρτζεβιτς» και «Β.Ρόζοβ», έχει γερή ιστορική βάση. Ήδη ο καθηγ. «Μούρκο» είχε προσέξει αυτήν την τάση της Σερβίας από την εποχή του Αγίου Σάββα να συνδεθεί άμεσα με την Παλαιστίνη και το Σινά, δηλ. με τη χριστιανική Ανατολή γενικότερα. Κατά τον καθηγ. «Μούρκο» μεγάλη επιρροή της Ανατολής εμφανίζεται και στην χρήση ονομάτων (Συμεών – ο Στυλίτης, Σάββας – ο Αγιασμενος )στη σταδιακή εισαγωγή ιερουσαλημο-παλαιστινιακού λειτουργικού τρόπου, που φτάνει στην ακμή του στη λειτουργική μεταρρύθμιση το 14ο αι. (μετάφραση του Νικόδημου ιερουσαλημικού τυπικού το 1319 και το τυπικό του Ρωμανού)˙ ο Μούρκο τονίζει και την ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια ότι στη Σερβία διατηρήθηκε, ακόμα και στο πρώτα τυπωμένα βιβλία όχι μόνο το βυζαντινό (5508-09)αλλά καμιά φορά και το ανατολικό αλεξανδρινό (5500-01) χρονολογικό σύστημα, χρησιμοποιούμενο όχι μόνο στην Αίγυπτο και την Αφρική αλλά και στη Συρία.
Η εφαρμογή αυτής της κλίσης (τάση) που υπήρχε, που δε σταματάει μέρχρι το 18ο αι., έφτασε στην ακομή της με τον ερχομό του Οσίου Γρηγορίου του Σιναίτη και των μαθητών του στο Άγιο Όρος, όπως και με την ίδρυση μονής στην «Παρόρια» στα σύνορα Βουλγαρίας και Βυζαντίου, που με τον καιρό έγινε πραγματικό φυτώριο των άμεσων και έμμεσων Σιναΐτών μαθητών του Γρηγορίου, τόσο για τη Βουλγαρία το 14ο αι., όσο και για τις χώρες του σερβικού έθνους ιδίως για την περιοχή «Μόραβα» της Σερβίας και μέσω αυτών και για τη Ρουμανία και για τη Ρωσία.
Ο Γρηγορίος ο Σιναΐτης έρχεται στο Άγιο Όρος (γύρω στο 1326) από το Σινά, μέσω της Κρήτης. Στο
Άγιο Όρος έρχεται σε επαφή με τους Αγιορείτες ησυχαστές, ανάμεσα στους οποίους λίγο αργότερα θα ξεχωρίσει ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτή η συνάντηση μεταξύ αρχαίων αιγυπτο-παλαιστινακών, σιναΐκών, συραΐκών, μικρασιατικών πνευματικών παραδόσεων ζωντανευμένων στην ξεχωριστή προσωπικότητα του Γρηγορίου του Σιναίτη και των πολυάριθμων μαθητών του και του ησυχασμού του Άγίου Όρος (που βρήκε βασικό του φορέα και «Θεωρητικό» στο πρόσωπο του Γρηγορίου του Παλαμά), αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα το σημαντικότερο γεγονός για ολόκληρη τη ρωμαιο(βυζαντινο)σλαβική κουλτούρα το 14ο και 15ο αι.
Με το πέρασμα του Γρηγορίου του Σιναΐτη από Άγιο Όρος στην «Παρορία» διευρύνεται ο αριθμός των μαθητών του: διευρύνεται ταυτόχρονα και η πνευματική επιρροή του. Οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις της Σερβίας το 14ο αι. με το Άγιο Όρος (την εποχή του αυτοκράτωρα «Ντούσαν» αυτό μπαίνει στα πλαισια του σερβικού κράτους) και με αυτούς τους αναγεννησιακούς σιναΐκούς και αγιορείτικους κύκλούς, συνεισφέρει στο να μεταδοθεί και στις χώρες του σερβικού έθνους το πνεύμα του σιναΐκού και αγιορείτικου ησυχασμού, και η πολύπλευρη επιρροή του. Ιδιαίτερη δεκτικότητα του ηγεμόνα Λάζαρου και των διαδόχων του για το πνευματικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι αυτής της εποχής˙ σχετικά ευνοΐκότεροι πολιτικοί όροι στη Σερβία για πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα, σε σχέση μα το Βυζάντιο και τη Βουλγαρία, ιδιαίτερα στα τέλη του 14οαι., και στο πρώτο μισό του 15ο αι.˙ όλα αυτά συνέφεραν ούτως ώστε η περιοχή «Μοραβα» της Σερβίας, τον καιρό των «Λάζαροβιτς» και των «Μπράνκοβιτς», να γίνει τόπος μάζωξης των πιο δυναμικών φορέων της πνευματικής αναγέννησης αυτής της εποχής στην ορθόδοξη Ανατολή και εστία μεγάλων πολιτισμικών γεγονότων. Χάρη σε αυτό , αυτήν την περίοδο της μάχης του Κοσόβου και μετά από αυτ θα μπορούσαμε, χωρίς να υπάρχει δίλημμα, να την ονομάσουμε, αν και με την πρώτη ματία αυτό ξενίζει (αν σκεφτούμε τα τραγικά γεγονότα αυτής της εποχής στην ιστορία μας)-ώριμο καρπό της ανάπτυξης της εποχής του κυβερνήτη «Νέμανια». Αυτός είναι συνδεδεμένος με τη μετακίνηση του κέντρου του σερβικού πολιτισμού από το Νότο προς το Δούναβη στην «Μοράβα» όπως και με τη φυσική σύνδεση αυτού του κέντρου και των υπόλοιπων σερβικών περιοχών με το Μαυροβούνιο του «Μπάλσιτς», ειδικά με πολυάριθμα μοναστήρια γύρω από τη λίμνη «Σκάνταρ».Στη βάση όλων αυτών των γεγονότων και των πνευματικών διαδικασιών, που επηρέασαν στο σύνολό του τον πολιτισμό των ορθόδοξων λαών το 14ο και 15ο αι., αλλά και αργότερα βρίσκεται το σιναΐτικο-αγιορείτικο κίνημα του ησυχασμού. Από αυτό το κίνημα, το πνεύμα του και την πνευματική και ιδεολογική κατεύθηνση,είναι εμπνευσμένος όχι μόνο ο μοναχισμός και η πνευματική ζωή της εποχής, αλλά και η εκκλησιαστική και η κρατική πολιτική, η αρχιτεκτονική και: η τέχνη, η λογοτεχνία και η δομή της κοινωνίας, με μία λέξη ο κοινωνικός βίος γενικά.Μόνο ένα κίνημα του είδους του ησυχασμού ολοκληρωτικά βασισμένο στην πίστη και με εσχατολογική κατεύθυνση, βρισκόμενο στην αναζήτηση του αιώνιου, αλλά πεπεισμένο ταυτόχρονα για τη ρεαλιστική του παρουσία σε διαφορετικές περιόδους,-ήταν σε θέση να εμπνεύσει μία νέα ζωή, και να εξασφαλίσει την ιστορική συνέχεια σε μία κοινωνία με βαθιά κλονισμένες δομές που βρίσκονταν υπό διάλυση και σε κρίση, από εξωτερικά χτυπήματα και εσωτερικές διαταραχές.
Όσαν αφορά την ίδια την περιοχή «Μοράβα» και αυτήν την περίοδο της ζωής της, με αυτήν την περίοδο είναι συνδεδεμένο μία ξεχωριστή ιειραποστολική άνθιση. Για τη «Μοράβα» το κίνημα των Σιναΐτών και η δράση τους αντιπροσωπεύει τη συνέχεια της ιεραποστολικής παράδοσης της εποχής Κυρίλλου και Μεθοδίου και Αγίου Σάββα. Οπότε οι περιοχές που έγιναν το κέντρο της σερβικής πνευματικής, πολιτιστικής, και πολιτικής ζωής, μέχρι τότε βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο πνευματικής ανάπτυξης και διαφωτισμού.Δεν παρατηρείται εκκλησιαστική ζωή σε αυτές τον καιρό που υπάγονταν στην εξουσία της αρχιεπισκοπής της Οχρίδας˙ Λίγο καλύτερη ήταν η κατάσταση κατά τις περαστικές κυβερνήσεις των βασιλιάδων «Ντραγκούτιν» και «Μιλούτιν», αλλά και για τότε γνωρίζουμε κυρίως από την αναφορά ονομάτων επισκόπων από το «Μπράνιτσεβο», τη «Μάτσβα» και το Βελιγράδι. Μονές και ναοί μετά βίας αναφέρονται: η περιοχή που περικλείουν, στο Νότο, η δυτική «Μοράβα» και η «Νίσαβα», στην Ανατολή, ο «Τίμοκ», στη Δύση, ο ποταμός «Ντρίνα» και στο Βορρά ο ποταμός «Σάβας» και Δούναβης, βρίσκεται την εποχή του ηγεμόνα Λάζαρου σχεδόν χωρίς εκκλησίες και μονές.
Αυτό που προκάλεσε ριζική πνευματική και πολιτισμική ανατροπή σε αυτές τις περιοχές, εκδηλωμένη σε όλα τα κράτη του σερβικού έθνους, ήταν οι στενοί δεσμοί της Σερβίας του Λάζαρου με το Άγιο Όρος και γενικά με την ορθόδοξη Ανατολή. Μετά από τις συνόδους του 1374 και 1375, μετά από την εκλογή του ησυχαστή πατριάρχη Εφραίμ και τη μεγάλη αβεβαιότητα που επικράτησε μετά τη μάχη της «Μάριτσα», έγινε μαζική εγκα τάσταση μοναχών στη Σερβία, και μάλιστα όχι μόνο από τον Άθω αλλά και από αλλά κέντρα του μοναχισμού. Με την εγκατάστασή του και με τη σοφή πολιτική του ηγεμόνα Λάζαρου και των διαδόχων του, ξεκίνησαν να γεννιούνται πολλά πνευματικά κέντρα, τα οποία ενέπνευσαν ολόκληρες περιοχές (γεωγραφικά διαμερίσματα) με το ευεργετικό και το ανναγεννησιακό πνεύμα τους. Ο πρώτος νεοσύστατος πυρήνας και κέντρο ήτναν ακριβώς η μονή «Ραβάνιτσα». Ακολούθησαν άλλες εκκλησίες και μονές: «Λάζαριτσα», «Βαβέντενιε» στο «Ζντρελ» (Γκόρνιακ), «Γρασάνιτσα», «Νόβα Πάβλιτσα», «»Ντρέντσα», «Ναοπάρε», «Λιουμπόστινα», «Μανάσια», «Πάβλοβατς», «Κάλενιτς», «Λίποβατς» κοντά στο Αλέκσινατς, «Σίσοΐεβατς», «Κόπορνι», «Βέλιτσες», «Πέτκοβιτσα», «Ζίτανιεβατς» κα. Είναι πολύ σημαντικό για αυτούς τους μοναστικούς οικισμούς μας ότι πολλοί από αυτούς δεν ήταν μόνο κοινόβια, όπως μέχρι τότε, αλλά ότι δίπλα σε αυτά άνθιζαν ερημητικοί οικισμοί, κατά τις σκήτες του Αγίου Όρους και του Σινά. Ένας τέτοιος οικισμός άνθισε γύρω από τη μονή «Ραβάνιτσα», στις περιοχές γύρω από το «Λιουμπόστινιε Μόισινια»˙ Το φαράγγι «Ζντρέλα» μετατράπηκε σε μία μικρή Θηβαΐδα με κέντρο το μοναστήρι «Γκόρνιακ», όπου ασκούταν ο Γρηγορίος ο Σιναίτης ο Νεώτερος.Έτσι και οι σκήτες στις κλεισούρες γύρω από το «Πέτς», «Ντέτσαν» και το «Πρίζρεν» είναι ξανά γεμάτες, ενώ τα υπολείμματα από τις τοιχογραφίες στα σπήλαιά τους δηλώνουν ότι ακριβώς τότε είχαν αναπαλαιωθεί (από μία από αυτές τις σκήτες επιλέχθηκε ο ασκητής Εφραίμ για να γίνει Σέρβος πατριάρχης το 1375). Επίσης και στο Μαυροβούνιο των «Μπάλσιτς», το τελευταίο τέταρτο του 14ου αι., διαμορφώθηκε παρόμοιος μοναστικός οικισμός, το« Μαυροβουνικό Άγιο Όρος». Την εποχή αυτή χτίστηκε μία ομάδα από μικρές εκκλησίες και μονές στην ακτή της λίμνης «Σκάνταρ» («Στάρτσεβα Γκόριτσα», «Μπέσκα» ή «Μπρέζοβιτσα», «Μοράτσα», «Κράινα»)στο ίδιο πνεύμα της αγιορείτικης σκητικής αρχιτεκτονικής, που ήταν η επικρατέστερη της εποχής χάρη ακριβώς σε αυτό το σιναΐτικο-αγιορείτικο κίνημα, στην περιοχή από τη λίμνη «Σκάνταρ» στο Μαυροβούνιο, μέχρι το «Γκόρνιακ» στη «Μλάβα» και το «Πογκάνοβο»στη Ιέρμα. Αυτοί οι οικισμοί με τη μορφή των σκητών διαμορφώθηκαν τυχαία όχι μόνο γύρω από κοινοβιοτικά μοναστήρια, αλλά και γύρω από μεμονωμένες προσωπικότητες ξεχωριστής πνευματικής δύναμης και τραβητικότητας. Τους διαμόρφωσαν κυρίως ερημίτες, προσευχητές ησυχαστές, που με τον ερχομό τους στη Σερβία, συνέχιζαν το μοναχικό και γεμάτο προσευχή τρόπο ζωής, που είχαν ξεκινήσει στο Άγιο Όρος η σε κάποιο άλλο μέρος.
Ο Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος, γράφοντας το βίο του δεσπότη Στέφανου Λαζάρεβιτς και ότι η ζώη στη χώρα του είναι «σαν την εκκλησία του Θεού», κυρίως αναφέρεται σε αυτούς τους μοναχούς «που όλες τις ομορφιές του κόσμου τις αντικατέστησαν με τον πανέμορφο Χριστό».


Ποίοι ήταν και από που ήταν αυτοί οι «φύλακες των αγίων αρετών»; Ήταν ακριβώς εκείνοι οι ήσυχοι,
οι ασκητές, που στη μνήμη και την παράδοση του λαού, τουλάχιστον στη γη της σερβικές περιοχής «Μοράβα», έχουν μείνει με τον τίτλο-Σιναΐτες. Πολλές μονές στη «Μοράβα» και πολλές ερημητικές τοποθεσίες φυλάσσουν τα λείψανα και τις άγιες παραδόσεις που τους αφορούν. Χάρη στον κρυφό ήσυχο τρόπο διαβίωσής τους , για πολλούς από εκείνους δεν ξέρουμε όχι μόνο την καταγωγή αλλά ούτε το όνομα. Για μερικούς η δημοτική παράδοση συγκράτησε το όνομα και τον τόπο ταφής. Σώθηκε μόνο ολόκληρος ο βίος του οσίου Ρωμύλου Ραβάνιτσκι και λίγα παραπάνω ιστορικά στοιχεία, όχι πάντα βέβαια όμως, για το Γρηγόριο το Σιναΐτη το νεώτερο, το συγγραφέα του βίου του Ρωμύλου. Η δημοτική παράδοση, την οποία σημαδεψε ο «Μ. Μιλίτσεβιτς», κάνει λόγο γιο τον άγιο αριθμό των «επτά Σιναΐτών», οι οποίοι έφυγαν από την Ανατολή και κατοίκησαν όλοι την περιοχή από την ανατολική «Μοράβα» μέχρι το Δούναβη. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι από αυτούς, ιδιάιτερα αν την εμφάνιση και τον αριθμό τους παρακολουθήσουμε μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, δηλ. στο πλαίσιο αυτού του ξεχωριστού σιναΐτικο-αγιορείτικου ησυχαστικού κινήματος. Κατά τη δημοτική παράδοση αυτή η ονομασία πρωταρχικά αναφέρεται στους μαθητές του οσίου Ρωμύλου Ραβάνιτσκι και του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη του Νεώτερου (Γκορνιάτσκι), του οποίου οι πνευματικές μήτρες ήταν η μονή «Ραβάνιτσα» και η μονή «Γκόρνιακ». Και πράγματι, ο μεγαλύτερος αριθμός Σιναΐτών υπήρχε στη «Μοράβα», από τον ποταμό «Μοράβα» και την «Μλάβα» μέχρι το Δούναβη και το «Μπάνατ», αλλά υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Σερβίας, ιδιεταίρα στη «Μετόχια», γύρω από το «Πρίζρεν», στο Μαυροβούνιο των «Μπάλσιτς», και, όπως θα δούμε, μέρχρι τα Μετέωρα και τη θεσσαλία. Έτσι, για παράδειγμα, εκτός από το Γρηγόρια τον ασκητή, ο οποίος αντέγραψε βιβλία, στην περιοχή γύρω από το «Πρίζρεν», για τον οποίο έχουμε μιλήσει, την παρουσία τους στην Ανατολή στη «Μετόχια» δηλώνει και η ονομασία «Σινάιε», με το γκρέμισμα κάποιων εκκλησιών . Βλέποντας τα πράγματα σε ένα ευρύτερο πεδίο θα μπορούσαμε όλες τις σημαντικες πνευματικές φυσιογνωμίες στις χώρες του σερβικού έθνους αυτήν την εποχή να τους συγκαταλέξουμε στους «Σιναΐτες». Επειδή το να συγκαταλέγεται κανείς στους Σιναΐτες δεν σήμαινε αποκλειστικά να ζει στο Σινά, και από αυτό να ονομαστεί έτσι: σήμαινε το να είναι φορέας της σιναΐτικής πνευνατικής ιδεολογίας, το να μοιάζει με τους Σιναΐτες ασκητές στον τρόπο ζωής. Και αυτή ακριβώς ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των Σιναΐτών και των ησυχαστών στη Σερβία το 14ο και 15ο αι.. Εμπνευσμένος από το Γρηγόριο το Σιναΐτη, από την αγιορείτικη αναγέννηση, και από την ιδιαιτέρως πλούσιαερημιτική πνευματική βιβλιογραφία, αυτός ο τύπος μοναχισμού ήταν βασισμένος πάνω στη φτώχεια, στον προσωπικό αγώνα. Στην απάρνηση των εγκόσμιων, προσανατολισμένος στην απομόνωση με προσευχή, ολοκληρωτικά συγκεντρωμένος στη βασιλεία των ουρανών και στην ασταμάτητη προσευχή και πνευματική τελειοποίηση. Αν μέχρι τότε στα σερβικά εδάφη ο βασικός και σχεδόν αποκλειστικός τύπος μοναστικής ζωής ήταν το κοινόβιο, συνδεδεμένο με τις μεγάλες και πλούσιες αυτοκρατορικές λάβρες, τώρα για τους μοναχούς γίνεται πιο ελκυστική η σκητική και ερημιτική ζώη σιναΐτικού και αγιορείτικου τύπου. Στη Σερβία υπήρχαν και μέχρι τότε ερημίτες αλλά ποτέ σε τέτοιο βαθμό όπως αυτήν την εποχή. Σε τέτοιου τύπου μοναχούς ο κλέφτης δεν είχε τι να κλέψει εκτός από τη γυμνή ζωή, γι’ αυτό μπορούσε να επιζήσει και στις πιο δυσχερείς συνθήκες, πράγμα που δε συνέβαινε και στα μεγάλα και πλούσια κοινόβια. Μιλώντας για τέτοιους Σιναΐτες, ο «Β.Ρόζβες» ισχυρίζεται, όχι άδικα, ότι η σερβική δημοτική παράδοση συνδέει με το Σινά, μέσω αυτών των μοναχών του σιναΐτικού τύπου, την πιο μεγάλη μεταρρύθμιση μοναχισμού και μοναστικής ζωής, που γνώρισε η σερβική ιστορία. Χάρη σ’ αυτό και στην επιρροή του στην ψυχή του λαού, και στην αλλαγή που μέσω αυτού συνέβη στην ψυχή του λαού, η επίδραση της Δύσης στη Σερβία όλο και ασθενούσε, ενώ η Σερβία συνδεόταν περισσότερο μοιραία, πνευματικά και πολιτισμικά με την ορθόδοξη Ανατολή.
Ένας από τους βασικούς λόγους που πολλοί από αυτούς τους άγιους ανθρώπους έμειναν ανώνυμοι στη δημοτική και εκκλησιαστική παράδοση είναι η ηθελημένη απόκρυψη της άσκησης και της καταγωγής τους. Αυτό που γράφει για τον Όσιο Θεοδόσιο Τρνόβσκι, έναν από τους πιο ξεχωριστούς μαθητές του Γρηγόριου του Σιναΐτη (και αυτός επίσης πολύ σημαντικός , μαζί με το μαθητή του, τον τελευταίο πατριάρχη «Τρνόβσκι Γιεβτίμιε» και τους πολλούς μαθητές του, που πέρασαν στη Σερβία, για να διευρυνθεί το σιναΐτικο-αγιορείτικο κίνημα στα σερβικά εδάφη), ισχύει και για όλους τους έμμεσους ή άμεσους ακολούθους του: ο Θεοδόσιος, λέει ο βιογράφος και πνευματικός αδερφός του, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «Κάλιστ», φρόντισε ώστε κανείς να μη μάθει από πού είναι και τι εθνικότητας είναι. Εφάρμοζε «νοητική δραστηριότητα», δηλ. συνεχή ησυχασμό με προσευχή, και «αυστηρή εγκράτεια», φυλούσε «εγκάρδια αφοσίωση στο Θεό». Ο τόπος γέννησής του είναι η Άνω Ιερουσαλήμ και αδέρφια του και συγγενείς του οι Ουράνιες Στρατιές. Όσαν αφορά την κάτω και κοσμική πατρίδα, ήταν κάτοικος της Εδέμ, δηλ. άνθρωπος του παραδείσου, φτιαγμένος «καθ’εικόνα» και «καθ΄ομοίωσιν» Θεού. Έτσι ο «Σβέτοσαρ Ραντόιτσιτς», όταν μιλάει για τους καλλιτέχνες μας από το τέλος του 14ου αι., έχει λόγο να λέει ότι είναι δύσκολο να ορίσεις την εθνικότητα τους και τη γλώσσα τους: σχεδόν όλοι ξέρουν καλά ελληνικά, όταν μεταφράζουν μπερδεύουν σέρβικα και βουλγάρικα˙ για κάποιους υποθέτουμε ότι είναι Βλάχοι και Αρβανίτες.Αν αυτό ισχύει για τους καλλιτέχνες και τους συγγραφές οι οποίοι και οι ίδιοι κυρίως ήταν μοναχοί, ισχύει κυρίως για τους ερημίτες Σιναΐτες. Δε θα ήταν καθόλου παράξενο μεταξύ τους να βρεθεί, δίπλα στους Σέρβους ή Βούλγαρους, Βλάχους και Αρβανίτες, και κάποιους Γεωργιανός ή Σύριος. Με τον τρόπο ζωής τους, με τις αντιλήψεις και την άσκηση αυτοί οι άγιοι άνθρωποι ανανεώνουν και βιώνουν την έννοια του έθνους στη Βίβλο και την Καινή Διαθήκη. Γι΄αυτούς το έθνος είναι ο χπιστιανικός λαός του Θεού, «το γένος μας το χριστιανικό», το ένα και μοναδικό,//////////// ενότητα της πίστης και της ζωής από διαφορετικά φύλα και από διαφορετικά μέρη της γης.Με αυτήν την έννοια του έθνους το πού ανήκεις βιολογικά, η γλώσσα κλπ. Έχει πάντα δευτερεύουσα σημασία.Το εσχατολογικό πνεύμα του σιναΐτικο-αγιορείτικου μοναχισμού και αυτή η σιναΐτική και η της Παλαιάσς Διαθήκης αντίληψη, έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση όλων αυτών που δηλώνει ο τίτλος «διαθήκη του Κοσόβου» δηλ. η εκλογή του Λάζαρου της ουράνιας βασιλείας όπως και τον ενστερνισμό της στάσης του ηγεμόνα Λάζαρου και τωνδιαδόχων του απέναντι στους αγιογράφους, στους λογοτέχνες, στους αρχιτέκτονες, σε αυτούς που αντέγραφαν βιβλία, στους μοναχούς, οι οποίοι εκείνη την εποχή συγκεντρώνονταν στη Σερβία, χωρίς να είναι πάντα Σέρβοι. Όλα αυτά γέννησαν στη Σερβία και σε άλλες ορθόδοξες χώρες μία κουλτούρα καθολικού και οικουμενικού ήθους και χαρακτήρα, διαπερασμένη από τη λάμψη του άκτιστου φωτός, και έτσι αδύνατον να κατανοηθεί αν δεν ιδωθεί μέσα από μεταφυσικό πρίσμα.
Άμεση αφορμή για τη μετοίκηση των μοναχών, πρώτα από την Παλαιστίνη και το σινά, υπήρξαν οι πόλεμοι μεταξύ ιεραποστολικών Μαμελούκων , που λυσσομανούσαν στη Συρία και την Παλαιστίνη στα μέσα του 14ου αι., και ακολούθως η εισβολή των Μογγόλων στη Συρία στο τέλος του 14ου και το 15ου αι. ˙όσον αφορά την αφορμή για την εγκατάσταση των αγιορειτών ησυχαστών και των μοναχών μαθητών του Γρηγόριου του Σιναΐτη από τη Βουλγαρία στα σερβθκά εδάφη, ηταν η ήττα στη «Μάριτσα» (1371) και η αβεβαιότητα από τις συνεχείς ληστρικές επιδρομές στις στην «Παρορία» και άλλες περιοχές.
Μετά τη μάχη της «Μάριτσα»(, γράφει στο βίο του οσίου Ρωμύλου, πολλοί Αγιορείτες και ερημίτες, από το φόβο του εχθρού, «Από το Άγιο Όρος έφυγαν». Οι δύσκολες συνθήκες στο Νότο συνέβαλαν στο να μετακινηθούν μοναχοί από τις παλιές βασιλικές και αυτοκρατορικές λάβρες σε ασφαλέστερα μέρη και στα ενδώτερα της «Μοράβα». Το κέντρο του σερβικού μοναχισμού μεταφέρεται από το Κόσοβο και τη Μετόχια, την «Ίμπρα» και τη «Ράσκα», στις ακτές της Μεγάλης και της Δυτικής «Μοράβα», μέχρι τον ποταμό Σάβα και το Δούναβη. Κι όμως αυτή η μετακίνηση των μοναχών από την Ανατολή προς τη Δύση, δεν απέκλειε και την αντίθετη κατεύθυνση, ιδίως όταν έρχονταν ήρεμες περίοδοι: το Άγιο Όρος ήταν το 14ο και 15ο αι. πλημμυρισμένο από Σέρβους μοναχούς, ενώ όπως είδαμε, υπήρχαν αρκετοί και στη Παλαιστίνη και στο Σινά. Ο μοναχισμός της «Μοράβα» αυτήν την αγάοη προς τα αρχαία μοναστικά κέντρα όχι μόνο δεν την έσβηνε αλλά και την ενίοχυε.
Οι κύριοι, επομένως, δρόμοι των σιναΐτικών μοναστικών μεταναστέυσεων προς τη σερβική γη περνούσαν από την έρημο «Παρόρια» μέσα από τη Βουλγαρία και το Αγίου Όρος˙ από το Άγιο Όρος˙μέσα από τη Μακεδονία, την Αλβανία, και το Μαυροβούνιο˙ από την Παλαιστίνη και το Σινά, μέσα από την Κρήτη, το Άγιο Όρος, τη Μακεδονία και τη «Παρόρια».Σε αυτούς τους δρόμους κάποιες φορές συμπεριλαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα και η Κωνσταντινούπολη, που μέσω των ησυχαστών και των πατριαρχών των οπαδών του Γρηγόριου του Παλαμά, έγινε για ακόμα μία φορά ενωτική εστία της ρωμαιοσλαβικής κουλτούρας και των πνευματικοπολιτικών γεγονότων στα Βαλκάνια.
Ο πιο γνωστός και πιο σημαντικός από τους Σιναΐτες που μετανάστευσαν στη Σερβία, τους άμεσα συνδεδεμένους με τον Όσιο Γρηγόριο το Σιναΐτη, ήταν ο όσιος Ρωμύλος Ραβανίτσκι. Το βίο του συνέγραψε ο κοντινός του μαθητής και συν-ασκητής Γρηγόριος ο Νεώτερος ο Γκόρνιακ, ο επονομαζόμενος «καλλιγράφος», επίσης γνωστός ως Σιναΐτης. Ο Ρωμύλος γεννήθηκε στο «Βίντιν» από πατέρα Έλληνα και μάνα Βουλγάρα. Λεγόταν «Ράικο»(Ρώσικο;). Επειδή εκεί μεγάλωσε και έλαβε τη βασική εκπαίδευση, μυστικά εγκατέλειψε τον τόπο γέννησης και ταξίδεψε για το «Ζαγόρ» στα «Τρνόβι». Εκεί, στο μοναστήρι της Παναγίας Λαοοδηγήτριας έγινε μοναχός, και πήρε το όνομα «Ρόμαν». Θέλωντας ακόμα πιο αυστηρή πνευματική ζωή, από ΄κει με το φίλο Ηλάριο φεύγει για την «Παρορία» στον ξακουστό από τότε Γρηγόριο το Σιναΐτη, από τον οποίο δέχεται τις σιναϊτικές πνευματικές παραδόσες, και τη ζωή τη γεμάτη υπακοή, πίστη στον πνευματικό πατέρα, και ησυχασμό. Μετά την κοίμηση του Γρηγόριου (1346) και του γέροντα που του είχε δώσει ο Γρηγόριος για καθοδηγητή, με τον καινούριο του γέροντα και το φίλο «Ιλαρίον», επέτρεψε κάποιες φορές στη «Ζάγορα», και μετά ξανά στη «Παρορία», το πρώτο λόγω των επιδρομών των ληστών, το δεύτερο λόγω της αυξανόμενης επιθυμίας για απομόνωση μετά προσευχής. Στην «Παρόρια» έρχεται και ο Γρηγόριος από την Κωνσταντινούπολη, μετέπειτα συγγραφέας του βίου του. Μετά από μία επιστροφή από τη «Ζάγορα» στην «Παρόρια», πήγε βαθιά μέσα στο βουνό, έφτιαξε μία απομονωμένη καλύβα, πήρε το μεγάλο σχήμα και πήρε το όνομα Ρωμύλος. Εκεί πέρασε πέντε χρόνα αποκομμένος από κάθε επαφή με ανθρώπους. Ακόμα μία φορά γύρισε στη «Ζάγορα» και μετά έφυγε ξανά για το Άγιο Όρος. Εκεί με τον καιρό άρχισαν να μαζεύονται γύρω του πολλοί μοναχοί, ιδίως συμπατριώτες του, για πνευματικές συμβουλές. Κατά το βιογράφο του, από όταν ήταν νέος ακόμα, είχε το χάρισμα να προσελκύει τους άλλους με τη ζωή του και τα σοφά του λόγια. Μέσα στη λαχτάρα του για απομόνωση, και εδώ άλλαξε πολλούς τόπους διαμονής μέχρι στο τέλος να εγκατασταθεί στη «Μέλανα» κοντά στη Μεγάλη Λάβρα. Είχε, γράφει ο βιογράφος του, μεγάλη πίστη στο Θεό και σε άλους ισάξια άνοιγε την φιλεύσπλαχνη καρδιά του, «και όχι μόνο σε ανθρώπους αλλά και στα πουλιά, και στα έντομα, και στα θηρία». Το κελί του έγινε μέρος όπου συγκεντρώνονταν πολλοί να ακούσουν πνευματικά διδάγματα και να βρουν φάρμακα για τους γέροντές τους. Ο γέροντας Ρωμύλος μεγάλη σημασία για την πνευματική ζωή έδινε στον πνευματικό πατέρα και στην υπακοή, όπως και όλοι οι ησυχαστές αυτής και της παλαιότερης εποχής. Τη σχέση μαθητή και πνευματικού πατέρα οι ησυχαστές ταυτίζουν με τη σχέση των αποστόλων με το Χριστό. Αλλάζοντας ακόμα μία φορά τόπο διαμονής εγκατέλειψε το Άγιο Όρος. Με μία ομάδα μαθητών αναχώρησε για την «Αβλόνα» («Βαλόνα», Αλβανία), και από ‘κει πήγε στη νεοαναγερθείσα μονή «Ραβάνιτσα» στη Σερβία. Στη «Ραβάνιτσα» και κοιμήθηκε και τάφηκε. Εκεί μέχρι σήμερα αναπαύονται τα λείψανά του. Ο βίος του είναι γραμμένος αμέσως μετά την κοίμησή του, στα ελληνικά. Τον έγραψε ο μαθητής του, Γρηγόριος νεώτερος, που τον ακολούθησε από τη Βουλγαρία στο Άγιο Όρος και εκεί έμεινε μετά την αναχώριση του Ρωμύλου από το Άγιο Όρος. Η σλαβική μετάφραση του βίου δημιουργήθηκε στη «Ραβάνιτσα» (περίπου 1390/΄91)˙ πιθανώς τον μετάφρασηε κάποιος μοναχός της «Ραβάνιτσα», μαθητής του. Οι μαθητές του ήταν αυτοί που γύρω από τη «Ραβάνιτσα» δημιούργησαν σκητικό μοναστικό οικισμό, με πρότυπο τις αγιορείτικες σκήτες. Αυτοί οι μοναχοί της «Ραβάνιτσα», σιναϊτικού πνεύματος, συνετέλεσαν πολύ ώστε να δοξαστεί στην εκκλησία ο ηγεμόνας Λάζαρος, με τους ύμνους τους, τις ακολουθίες, και το βίο τους, γραμμένων στο πνεύμα του σιναϊτικού ησυχασμού Σε αυτους τους ύμνους αρχίζει η ήττα στο Κόσοβο να γιορτάζεται ως η «ένδοξη νίκη του Λάζαρου» και η απονομή της στεφάνης του μάρτυρα στο
Λάζαρο. Τα ιστορικά γεγονότα ερμηνεύονται κάτω από το φως το μεταϊστορικό, την Ουράνια Βασιλεία, η οριζόντια γραμμή της ιστορίας καθορίζεται με το μόνο δυνατό τρόπο: την εσχατολογική κάθετο, τη λογική του σταυρού και του Γολγοθά.
Το παράδειγμα του Οσίου Ρωμύλου ακολούθησε και ο μαθητής του και ο συν-ασκητής Γρηγόριος ο Νεώτερος ο Σιναΐτης, ο επονομαζόμενος «Γκόρνιακ», με μία ομάδα μαθητών του. Η καταγωγή του είναι άγνωστη. Από το βίο που έγραψε για τον Όσιο Ρωμύλο μαθαίνουμε ότι ήρθε στην «Παρορία», από την Κωνσταντινούπολη, που καταδεικνύει ότι στην καταγωγή ήταν Έλληνας, όπως και το γεγονός ότι το βίο του Ρωμύλου το γράφει στα ελληνικά. Ωστόσο,η αρχαία αγιορείτικη παράδοση υποστηρίζει ότι ήρθε από τη Σερβία. Γεννήθηκε τέλη του 13ου ή αρχές του 14ου αι. Το που ασκούταν πριν πάει στην «Παρορία», είναι δύσκολο να ειπωθεί. Στην «Παρορία» μαζί με το Ρωμύλο υπηρετούσε το γέροντα Ιλαρίωνα από τον οποίο ο Ρωμύλος ζητούσε έντονα να γίνει πνευματικός τους μετά το θάνατο του δικού του γέροντα. Όταν ο Ρωμύλος πήγε στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος και ο Ιλαρίων έμειναν στη «Ζάγορα». Με την κοίμηση του Ιλαρίωνα και ο ιδιος ο Γρηγόριος πηγαίνει στο Άγιο Όρος, κάνοντας το Ρωμύλο πνευματικό του. Όταν ο Ρωμύλος πηγαίνει στην «Αβλόνα» και στη Σερβία, ο Γρηγόριος συνεχίζει να είναι στο Άγιο Όρος. Η αγιορείτικη παράδοση υποστηρίζει ότι αυτός αυτήν την εποχή ίδρυσε τη μονή Γρηγορίου, που πήρε το όνομά του. Εξαιτίας των τουρκικών επιθέσεων και αυτός εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και μαζί με μία ομάδα μαθητών του πηγαίνει στη Σερβία, όπως έκανε ο Λάζαρος. Γύρω από τη σπηλιά στην οποία ασκούταν, στη «Ζντρέλα Μπρανίτσεβσκα», στους πρόποδες της οροσειράς «Χόμολι» στην αριστερή ακτή της «Μλάβα», δημιουργήθηκε νέος μοναστικός οικισμός σκητικού τύπου, στον οποίο την εποχή του δεσπότη Στέφανου ζούσαν ακόμα και 300-400 μοναχοί. Με τη βοήθεια του ηγεμόνα Λάζαρου εκεί ο Γρηγόριος ύψωσε το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου παίρνοντας Χάρτη για την ίδρυση μονής από τον πατριάρχη Σερβίας, Σπυρίδωνα (1380). Δεν ξέρουμε πότε κοιμήθηκε. Λέγεται από κάποιους ότι ξαναεπέστρεψε στο Άγιο Όρος και εκεί κοιμήθηκε στη μονή Γρηγορίου το 1406. Επίσης, ότι τα λείψανά του έμειναν στη μονή Γρηγορίου μέχρι το 1761 όταν οι μοναχοί εξαιτίας μίας πυρκαγιάς τους μετέφεραν στη μονή «Γκόρνιακ». Κατά άλλους κοιμήθηκε στο «Γκόρνιακ» και εκεί τάφηκε, πλάι στο εκκλησάκι της σπηλιάς, που ήταν αφιερωμένο στον Αγ. Νικόλαο. Τα λείψανα του Γρηγόριου βρίσκονται σήμερα στη μονή «Γκόρνιακ», ενώ από προσφάτως, ένα μικρό μέρος στη μονή Γρηγορίου .Ο Γρηγόριος ήταν μορφωμένος μοναχός. Αυτό φαίνεται από το βίο του Οσίου Ρωμύλου και από το προσωνύμιο «καλλιγράφος» που δηλώνει ότι ασχολιόταν με τη αντιγραφή βιβλίων. Από τον τρόπο ζωής λέγεται και Γρηγόριος ο Σιωπηλός. Γιορτάζεται στις 7. Δεκεμβρίου.
Με το πρόσωπο του Γρηγόριου τον Σιωπηλού κάποιοι ταυτίζουν το Γρηγόριο Βοΐλοβίτσκι ο οποίος επίσης λέγεται Σιναΐτης. Και πράγματι στη μονή «Βοΐλόβιτσα» αναφέρονται το 1771 αλλά και αργότερα τα λείψανά κάποιου Γρηγόριου Σιναΐτη, τα οποία αναπαύονται «εν τάφω», «στο χώμα». Ο «Τσ. Ραντόιτσιτς» υποθέτει ότι αν πρόκειται για τα λείψανά του Γρηγόριου του Νεώτερου, τότε αυτά μεταφέρθηκαν εκεί μετά τη δεύτερη μετανάστευση (1738), την εποχή που αποτραβήχτηκαν από τη Σερβία. Δικαιολογημένα θέτει το ερώτημα: αν είναι τα λείψανά κάποιου Γρηγόριου Γκορνιάτσκι που μεταφέρονται στη «Βοΐλόβιτσα» προσωρινά επειδή αποτραβιόνταν από τους Τούρκους, γιατί τότε να τα θάβουν στο χώμα; ο «Λ. Πάβλοβιτς» σαν απόδειξη ότι πρόκειται για κάποιον άλλον Γρηγόριο αναφέρει ένα σημείωμα σε έναν τυπωμένο Απόστολο στη Μόσχα το 1719 (το σημείωμα είναι από το 19ο αι), στο οποίο γράφει ότι αυτό το βιβλίο ανήκει στο κοινοβιακό μοναστήρι «Βοΐλόβιτσα» στο οποίο είναι τα λείψανά του Οσίου Γρηγόριου του Σιναΐτη˙ την ίδια όμως εποχή αναφέρονται τα λείψανα του Γρηγόριου στο «Γκόρνιακ». Είναι πολύ πιθανό ότι τα λείψανά του Γρηγόριου του Σιωπηλού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγιορείτη πρωτοπρεσβύτερου «Γκάβριλ Χιλαντάρατς» (16ος αι.) στο βίο του «Νίφον ΙΙ», πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν κάποιο καιρό στη μονή «Ορεσκόβιτσα» (όλα ή ένα μέρος), και ότι εδώ πρόκειται για κάποιον άλλο Γρηγόριο, που άνηκε επίσης στον κύκλο των Σιναΐτών μοναχών. Αυτήν την υπόθεση επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι τη μονή «Βοΐλόβιτσα» ανέγειρε ο ηγεμόνος Λάζαρος, μετά την κατάκτηση των παραδουνάβων χωρών (1383). Έτσι και ο Γρηγόριος Βοΐλοβίτσκι, θα μπορούσε να είναι, μολονότι για αυτό δεν έχουμε άμεσα στοιχεία, ένας από τους Σιναΐτες μοναχούς από τον κύκλο των μαθητών του Οσίου Ρωμύλου και του Γρηγόριου του Νεώτερου.
Από τους πολυάριθμους Σιναΐτες που ανήκαν στον κύκλο των μαθητών του Οσίου Ρωμύλου και του Γρηγόριου Γκορνιάτσκι ή δυνητικά και στον ευρύτερο κύκλο των Σιναΐτών μοναχών, μας σώζεται η ανάμνησή τους, και ονόματα και λίγα στοιχεία για ακόμα κάποιους από αυτούς˙ για κάποιους σώζεται η ανάμνηση, ο τόπος διαβίωσης και κοίμησης, αλλά όχι και το όνομα. Αυτοί πράγματι διαφύλαξαν τη διαθήκη του «αναχωρητισμού», μία από τις βασικές αρετές των Σιναΐτών ησυχαστών, και της κρυφής μέχρι το θάνατο και μετά θάνατον, ουράνιας διαβίωσης πάνω στη γη. Από αυτους που έχουμε το όνομα, και ασφαλή ιστορικά στοιχεία, όπως και δημοτικές παραδόσεις που μαρτυρούν το πόσο αξιόλογοι ήταν και στη ζωή και μετά θάνατον, θα αναφέρουμε πρώτο τον όσιο «Σίσογιε το Σιναΐτη». Ο όσιος «Σίσογιε» παλιότερα ήταν ηγούμενος της μονής Χιλανδαρίου, πολύ κοντά στον ηγεμόνα Λάζαρο˙ κατά κάποιους ήταν και πνευματικός του. Αυτός αναμέρετα σε ένα χάρτη της ηγεμόνισσας «Μίλιτσα». Θεωρείται ότι ήταν ένας από τους μαθητές του Οσίου Ρωμύλου. Ζούσε στο χωριό «Σίσοεβατς», 12 χιλιόμετρα μακριά από τη «Ραβάνιτσα». Κατά το χάρτη του 1389, η ηγεμόνισσα «Μίλιτσα» του δώρισε περιουσία κοντά στο «Παρατσίνοβ Μπροντ», αλλά μετά εκείνη επιστράφηκε στη Μεγάλη Λαύρα. Και το χωριό και το μοναστήρι «Σίσοεβατς» πήραν το όνομά τους από τον ίδιο. Στο μοναστήρι βρίσκεται το μνήμα του ενώ στην εκκλησία δική του τοιχογραφία, στην οποία στο δεξί χέρι κρατάει το σχέδιο του ναού, ως ο κτήτωρ. Ο ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, που είναι άλλη μία απόδειξη ότι πράγματι πρόκειται για Σιναΐτη μοναχό: η εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ήταν πολή αγαπητή στους σιναΐτο-αγιορείτικους κύκλους: αυτό το πιστοποιούν πολλοί ναοί αφιερωμένοι σ΄αυτήν ακριβώς την εποχή, από τα Μετέωρα της Θεσσαλίας και μέχρι το Δούναβη. Η μεταμόρφωση , μέσω του άκτιστου φωτός του Θαβώρ, τόσο του ανθρώπου όσο και ολόκληρης της κτίσεως, είναι ένα από τα πιο κεντρικά μοτίβα της σιναϊτο-παλαμικής φιλοσοφίας ζωής. Ο λαός τιμάει το (Σίσογιε) ως όσιο και θαυματουργό. Το όνομά του αναφέρεται το 1509, ενώ το μοναστήρι του φαίνεται να το άφησε τέλος του 17ου αι..
Κοντά στη «Ραβάνιτσα» ζούσε και ο όσιος Αντρέας ο Σιναΐτης. Δίπλα από τη σπηλιά του «Ρωμύλου» (που γκρεμίστηκε με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της «Σένια- «Ράβνα Ρέκα») και στο θεραπευτικό νερό που πηγάζει από κάτω της, στη «Σένια» λέγεται μέχρι σήμερα ότι κοντά στο χωριό υπήρχε το μέρος όπου ασκήτευε ο Αντρέας ο ασκητής. Για αυτόν λέει η δημοτική παράδοση ότι «δάμασε την αρκούδα με ένα φίδι» και πάνω σε αυτήν πήγε να επισκευτεί τον επίσκοπό του, μετά από πρόσκλησή του.
Με το όνομα του ηγεμόνα Λάζαρου, σαν κτήτωρα, η παράδοση συνδέει και το μοναστήρι «Ρουκούμια», κάτω από το «Σόποτ» στη Μλάβα κοντά στο Ποζάρεβατς. Στη «Ρουκούμια» βρίσκεται το μνήμα ακόμα ενός ερημίτη, του οσίου Μαρτύριου του Σιναΐτη, για τον οποίο δεν έχουμε καμία πληροφορία. Το ίδιο το όνομα της μονής κάποιοι το συνδέουν με την ελληνική λέξη «γκιροκομίον» (νοσοκομείο για γέροντες μοναχούς).
Ο λαός για αιώνες τιμούσε τον όσιο Μαρτύριο ως άγιο.
Στη μονή «Τούμαν» κοντά στο «Γκόλουμπατς», αφιερωμένη στον Αγ. Αρχάγγελο Γαβριήλ, φυλάσσονται τα λείψανα του οσίου «Ζόσιμ» του Σιναΐτη. Κατά την παράδοση ο «Ζόσιμ» ζούσε μόνος σε πέτρινη σπηλιά, στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα ο τόπος άσκησής του. Η ανέγερση της μονής συνδέεται με το όνομα του «Μίλος Ομπιλιτς» ο οποίος την εποχή του αυτοκράτωρα Λάζαρου διοικούσε την περιοχή «Μπρανίτσεβο». Τα ανάκτορά του ήταν στο κοντινό χωριό «Ντβόριστε». Κατά τη δημοτική παράδοση αυτός κατά το κυνήγι ακούσια πέτυχε με το βέλος τον ερημίτη «Ζόσιμα». Τον βαριά τραυματισμένο ερημίτη τον πήρε στις πλάτες του στο παλάτι να του προσφέρει βοήθεια. Αλλά επειδή το τραύμα ήταν βαθύ, ο γέροντας αισθανόμενος το τέλος του, του είπε: «Του μάνι» και άσε να πεθάνω. Από εκεί προέρχεται, κατά αυτήν την παράδοση η ονομασία «Τούμαν», γιατί εκεί ο Μίλος τον κήδεψε και πάνω από το μνήμα, από μετάνοια, ύψωσε ναό. Το ναό δεν κατάφερε να τον τελειώσει γιατί έφυγε στον πόλεμο στο Κόσοβο. Όχι μακριά από το «Γκόλουμπατς» βρίσκονταν οι τοίχοι της εκκλησίας «Τσέλιγιε» όπου κατά την παράδοση του «Ζόσιμα», λειτουργούσε. Το μνήμα του μέσα στους αιώνες το επισκέπτονταν ως προσκύνημα. Με την ευκαιρία της ανοικοδόμησης της μονής τη δεκαετία του ΄30 αυτού του αιώνα, βρέθηκαν τα λείψανα κάτω από την πλάκα πάνω στην οποία ο λαός προσευχόταν. Την εκταφή των λειψάνων, τα οποία ήταν «καθαρά χρυσού κίτρινου χρώματος» διεκπεραίωσε ο Ρώσος ηγούμενος Λουκάς με την αδελφότητα.
Λιγότερο γνωστός στη δημοτική παράδοση είναι ο Δανιήλ ο Σιναΐτης, του οποίου τα λείψανα βρίσκονταν στη μονή του Ευαγγελισμού κοντά στην πόλη «Ζντρέλα». Ο Δανιήλ κοιμήθηκε το 14ο αι.. Κρίνοντας από τον τόπο διαμονής πρέπει να ήταν μαθητής του Γρηγόριου Γκορνιάτσκι. Η ίδια η μονή είναι από το 14ο/15ο αι.. Περίπου στο 1428 ο πνευματικός του, Βησαρίων, κάλεσε το «Ράντοσλαβ» το βιογράφο, γνωστό για τις αντιγραφές βιβλίων από τη μονή «Ντάισα», όπου αντέγραφε Ευαγγέλια και άλλα βιβλία. Σε ένα σημείωμα του 12ου/16ου αι.. αναφέρεται ο Γρηγόριος ηγούμενος αυτής της μονής, στην οποία, αναπαύεται, όπως γράφει το σημείωμα, «ο πατήρ μας»- ο Δανηίλ ο Σιναΐτης. Ο όσιος Δανιήλ ο Σιναΐτης αναφέρεται το 18ο αι. σε έναν οκτώηχο «πετογκλάσνικ» από τη μονή «Σίσατοβατς». Η μονή κατεδαφίστηκε τον καιρό που υπήρχε η περιοχή «Κότσινα Κράινα». Μέχρι σήμερα σώζεται μόνο το ασκητικό σπήλαιο, εντοιχισμένο, στο οποίο τοποθετήθηκαν κάποια οστά που συγκεντρώθηκαν το 1930. Το αν εκεί είναι και τα λείψανα του Δανιήλ, η αυτά έμειναν θαμμένα κάτω από τα συντρίμια, είναι άγνωστο.
Εκτός από τον όσιο Ρωμύλο, τον Αντρέα και το «Σίσογιε» το Σιναΐτη με τη μονή «Ραβάνιτσα» συνδέεται και ακόμα ένας ασκητής, ο όσιος «Βαβίλ» ο Σιναΐτης. Ο όσιος «Βαβίλ» ασκούταν στο φαράγγι του μικρού ποταμού της «Ραβάνιτσα», στα 2-3 χιλιόμετρα από τη μονή «Ραβάνιτσα». Το μόνο που μας σώζεται από τον όσιο «Βαβίλ» είναι το όνομα του.
Το όρος του Μωυσή είναι γεμάτο από εκκλησίες και μονές, συνδεδεμένων με την περίοδο της Σερβίας του Λάζαρου και με τους μοναχούς-φορείς του πνεύματος αυτού του σιναΐτικο-αγιορείτικου κινήματος. Η παράδοση λέει ότι στο βουνό του Μωυσή, που ονομάζεται και «το Άγιο Όρος του Μωυσή», υπήρχαν περίπου 25 μοναστήρια˙ υπάρχει και παράδοση κατά την οποία ο αριθμός έφτανε τα 50. Ανάμεσα στα διασωθέντα μαναστήρια, το πιο γνωστό είναι αυτό του Αγ. Ρωμύλου, ανάμεσα στο «Ράζνιε» και στο «Τζούνις», κοντά στον ποταμό Νότια Μόραβα. Η μονή είναι συνδεδεμένη με το όνομα του όσιου Ρωμανού του Σιναΐτη. Τη μονή ανέγειρε (ή ανοικοδόμησε) ο ηγεμόνας Λάζαρος ή ενας από τους υπηρέτες του. Πλάι στο νότιο τοίχο του είναι χτισμένο παρεκκλήσι όπου βρίσκονται τα λείψανα του Ρωμανού του Σιναΐτη. Δε φαίνεται πιθανό να πρόκειται για το Ρωμανό, το μαθητή του Αγ. «Κλίμεντ» και «Νάουμ», δηλαδή για κάποιον Ρωμανό που ζούσε 200 χρόνια πριν τους «Νεμάνιτς». Το πιθανότερο είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε, όπως μαρτυράει η παράδοση, ο χρόνος της ανέγερσης (ή της ανοικοδόμησης) της μονής, ο τύπος του ναού (κατασκευή με 3 κόγχες και πρόναο), με ένας από τους Σιναΐτες, αφού και όλη αυτή η περιοχή του Μωυσή σχετίζεται με τους Σιναΐτες. Ο όσιος Ρωμανός απολαμβάνει μεγάλο σεβασμό από το λαό και γιορτάζεται στις 16 Αυγούστου.
Εκτός από τον όσιο Ρωμανό μας έμεινε σωσμένο και το όνομα του όσιου Νέστωρα του Σιναΐτη, ο οποίος κατά τη δημοτική παράδοση ήταν αδερφός του. Ο όσιος Νέστωρ ανέγειρε εκκλησία άνωθεν του χωριού «Βίτκοβατσ», στην αριστερή πλευρά του ποταμού «Μόραβα», προς το «Αλέξινατς», και το αφιέρωσε στον Αγ. Νέστωρα. Φαίνεται ότι είναι εκείνος ο Νέστωρ που συγκαταλέγεται στις σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του ηγεμόνα Λάζαρου.
Δίπλα στον Αγ. Ρωμανό και Αγ. Νέστωρα να αναφέρουμε και τις ακόλουθες εκκλησίες και παρεκκλήσια τα διεσπαρμένα στο όρος του Μωυσή και στον γκρεμό του όρους «Πόσλονσκα»: Αγ. Παρασκευή του «Τρνοβο», Αγ. Πέτρος , «Τζούνις», Αγ. Αρχάγγελος στο χωριό «Τσρκβινε», «Καόνικ» με συντρίμια μιας εκκλησίας, «Μπραλίνα» στην περιοχή «Ράσινσκι» (θεμέλια της εκκλησίας), «Ιάκοβατς», «Στεβάνατς», «Βαρλάμοβατς», Αγ. Παρασκευή του «Στάλατς». Οι εκκλησίες του όρους του Μωυσή συνήθως βρίσκονται σε μυστικά μέρη, και κάποιες φορές μέρη που δύσκολα προσεγγίζονται. Όλες είναι κτισμένες σε «αγιορειτικο-μοραβικό» αρχιτεκτονικό στυλ, το οποίο αυτόν τον καιρό κυριαρχούσε από το Μαυροβούνιο ως το Δούναβη. Τα μοναστήρια «Γιάκοβατς» και «Στεβάνατς» η παράδοση τα χρεώνει σε δύο αδέρφια, στον Ιάκωβο και στον «Στέβαν». Η αρχιτεκτονική τους ανήκει στη «μοραβική» σχολή που δείχνει ότι και ΄δω πρόκειται, όπως και στην περίπτωση του «Βάρλαμοβατς», για κτήτορες Σιναΐτες. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην εκκλησία της Παναγίας στο «Τζούνις», γνωστή στο λαό ως «Τζουνίσιγια». Αυτός ο τόπος σήμερα έγινε πάλι ένας από τους πιο σημαντικούς προσκηνυματικούς τόπους στη Σερβία. Η ίδια η ονομασία παραπέμπει σε κάποιον Διονύσιο, αλλά για ποιον Διονύσιο πρόκειται, δεν έχουμε ιστορικά στοιχεία. Δεν είναι απίθανο ούτε αποκλείεται να έχουμε να κάνουμε με κάποιον Διονύσιο Σιναΐτη. Το 14ο αι. ήταν γνωστός ο Διονύσιος ο μαθητής του οσ. Θεοδόσιου του «Τρνόβσκι» (του μαθητή του Γρηγόριου του Σιναΐτη του Γηραιότερου). Κατά το βίο του Θεοδόσιου εκείνος ήταν ιερέας, μεγάλος ασκητής, με τα χέρια του κέρδιζε το ψωμί του˙ ήταν καλός γνώστης των Γραφών˙ ήξερε την ελληνική και τη σλαβική Αγία Γραφή, είχε χάρισμα στο να μεταφράζει από την ελληνική στη σλαβική γλώσσα, ήταν «βαθυστόχαστος». Κατά το βίο του Θεοδόσιου και κατά το «Βλάντισλαβ Γκραμάτικ» αυτός ο «υπέροχος κύριος Διονύσιος» μετέφρασε στα σλαβικά τα έργα του Αγ. Χρυσοστόμου. Γνωστό είναι ότι μεγάλος αριθμός μαθητών του οσίου Θεοδόσιου και του πατριάρχη «Τρνόβσκι Γιεβτίμιε» πέρασε στη Σερβία μετά την πτώση της Βουλγαρίας (1393), και έτσι και η υπόθεση ότι ο Διονύσιος ήρθε στο «Μοΐσινιε» δεν αποκλείεται. Αναφέρεται και ένας άλλος Διονύσιος στο «σιχάστια» της αδελφότητας τού Χιλανδαρίου (1408.) Διονύσιος λεγόταν και ο γιος του ηγεμόνα «Βούκοσαβ», ονομασμένος στη βάπτιση «Ντρσμαν», ο οποίος ήταν φαίνεται συγγενής του ηγεμόνα Λάζαρου. Ο ηγεμόνας «Βούκοσαβ» πήρε από τον «Ντούσαν» χάρτη σύμφωνα με τον οποίο πήρε στην κατοχή του την περιοχή «Πέτρουσα». Έχτισε την Παναγία «Πετρούσκα» -«Λέσιε» (1360) κοντά στο «Πάρατσιν» και την πρότεινε για μετόχι του Χιλανδαρίου. Πιθανόν ο μοναχός Διονύσιος να ασκούταν εκεί, τουλάχιστον στον αρχή. Αν αυτός είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνον από τη «σιχάστρια» του Χιλανδαρίου και αν έχουν κάποια σχέση με τον «Τζούνις» και το Διονύσιο το «Τζούνισκι», είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Ο μεγάλος σεβασμός που έτρεφαν οι ησυχαστές προς το Διονύσιο Αρεοπαγίτη και προς τα έργα που του αποδίδουν (τα έργα του ακριβώς αυτήν την εποχή τα μεταφράζει στα σερβικά ο γνωστός «ίνοκ» («μοναχός») (Ησαΐας), έκανε το όνομα Διονύσιος να είναι πολύ αγαπητό όπως και το όνομα Γρηγόριος, ανάμεσα στους μοναχούς αυτής της εποχής. Υπάρχει και η υπόθεση ότι η ονομασία «Τζούνις» συνδεέται με το ναό του Αγ. Διονύσιου, και όχι με τον ερημήτη που ασκούταν εκεί, η οποία δεν είναι πιθανή.
Δίπλα στους αναφερθέντες Σιναΐτες, σώζεται και παράδοση που μιλάει για τον όσio «Γιόβα» το Σιναΐτη, ο οποίος ζούσε στο «Πρέκοπετς» κοντά στο «Κραγκούγιεβατς» πάνω από το «Ντράτσα». Εκεί πέθανε και θάφτηκε. Επειδή αυτό το εκκλησάκι γκρεμίστηκε, τα λείψανά του το 1735 μεταφέρθηκαν στο νεόκτιστο μοναστήρι «Ντράτσα» και τα έβαλαν πλάι στο νότιο τοίχο του πρόναου. Πριν το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, του οσίου «Γιόβα» του έχτισαν εκκλησάκι στο «Πρέκοπετσα», πάνω στα συντρίμια της παλιάς μονής του. Ο κάτοικοι των γύρω χωριών μέχρι σήμερα επιζητούν πάνω στο μνήμα του οσίου «Γιόβα». να θεραπευτούν.
Η παράδοση σώζει και το όνομα του όσιου «Γιός» του Σιναΐτη, ο οποίος ζούσε και ασκούταν στη σπηλιά κάτω από το λόφο «Σαρένικ» στη «Γιοσάνιτσα» (Γιάκγοντινα). Και γι΄αυτόν λέει η παράδοση ότι, όπως το γέροντα «Ζόσιμα» ο «Μ. ‘Ομπιλιτς», τον τραυμάτισε ακούσια πάνω στο κυνήγι ο ηγεμόνας Λάζαρος. Στο μέρος που ο «Γιόσα» πέθανε ο Λάζαρος αργότερα ανέγειρε τη μονή «Γιοσάνιτσα». Νότια της δυτικής εισόδου στην εκκλησία, και σήμερα βρίσκεται ο τάφος του, στον οποίο ο λαός καταφεύγει σαν σε κάτι το άγιο για να βρει γιατρειά.
Υπάρχει και η ικασία ότι στους Σιναΐτες άνηκε και ο «ίνοκ» («μοναχός») «Γκέρμαν» ο τελευταίος των «ίνοκ» («μοναχοί»), ιδρυτής της μονής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο «Λίποβατς». Το όνομά του αναφέρεται στην επιγραφή πάνω από τη πύλη της δυτικής θύρας. Η ίδρυση της μονής συνδέεται με ένα ασκητήριο μέσα στα βράχια, αριστερά πάνω από το «Βρέλο», νοτιοανατολικά του μοναστηριακού ναού. Πρόκειται για μία σπηλιά σε έναν κάθετα ραγισμένο βράχο. Σε αυτήν σύμφωνα με τη δημοτική παράδοση ζούσε και ασκούταν ο «ίνοκ» «Γκέρμαν», πριν την ανέγερση του ναού, την εποχή του Στέφανου και του «Βουκ Λαζάρεβιτς». Φαίνεται πως αυτός ο «Γκέρμαν» είναι το ίδιο πρόσωπο με τον «Γκέρμαν» από τη μονή «Σρζα», ο οποίος κατά την περίοδο του αυτοκράτωρα «Ντούσαν» με τους εγγονούς του (κατά το «Β. Ραντοβάνοβιτς» ήταν ανηψιοί του), το μητροπολίτη Ιωάννη και τον ιερομόναχο Μακάριο, τοιχογράφους, ανέγειρε τη μονή της «Σρζα», και την αφιέρωσε στη Μεταμορφώση του Κυρίου. Η μονή της «Σρζα» τον καιρό του «Μπαγιάζιτ» καταστράφηκε˙ τον ιερομόναχο Μακάριο το βλέπουμε να πηγαίνει στο «Κρούσεβατς» και να γράφει το βίο του «Λιουμπόστιν», ενώ ο «ίνοκ» «Γκέρμαν» κα οι Ιωάννης δεν ξανααναφέρονται. Μήπως και ο «ίνοκ» «Γκέρμαν» , όπως και ο Μακάριος και πολλά άλλοι μοναχοί, τραβήχτηκε προς τα βόρεια και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο όπου αργότερα ίδρυσε κοινόβιο (1399) με τη βοήθεια του Στέφανου και του «Βουκ»; Αρχιτεκτονικά η μονή ανήκει στην παρούσα περίοδο και τα πάντα μέσα και γύρω από αυτήν θυμίζουν το πνεύμα των μοναχών ησυχαστών. Στο λαό είναι πολύ ζοφερή η παράδοση ότι στο ίδιο σπήλαιο ασκούταν κάποιος ασκητής «Στέβαν». Γι΄αυτόν λέγεται ότι ήταν πολύ μεγάλος προσευχητής και δωρητής για το λαό. Υπάρχει και η παράδοση ότι σε αυτό το σπήλαιο προσευχόταν και για κάποιο καιρό ζούσε ο Στέφανος ο Βίσοκι, ζητώντας από το Θεό να φυλάζει το λαό από τους «άθεους Αγαρηνούς».Ο σεβασμός προς τον Αγ. Στέφανο είναι πολύ διευρυμένος γύρω από τη μονή. Διατηρείται με τον εορτασμό του Αρχιδιακόνου Στέφανου Πολλά σπιτικά τον πήραν για να τον γιορτάζουν ως τον άγιο της οικογένειας, ενώ και η μονή γιορτάζει τη μεταφορά των λειψάνων του Αρχιδιακόνου Στέφανου.
Την παράδοση ότι στη μονή «Νίμνικ» που είναι γειτονική στο «Τούμαν» και το «Γκόρνιακ», έζησε και κοιμήθηκε ο όσιος Νικόλαος ο Σιναΐτης, τη σημείωσε τον προηγούμενο αιώνα ο «Γιακίμ Βούιτς». Ο «Ντανίλο Πόποβιτς» και ο «Ντούσαν Μιτόσεβιτς» δέχονται αυτήν την παράδοση αφού δίπλα στην εκκλησία της μονής υπάρχει ο τάφος άγνωστου αγίου, ο οποίος στο λαό είναι γνωστός ως το «Προσκύνημα». Μήπως ο όσιος Νικόλαος είναι ένας από τους μαθητές του Γγηγόριου Γκορνιάτσκι;
Και τον «οβτσαρσκο-κάμπλαρσκα» μοναστικό οικισμό, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Σερβικό Άγιο Όρος», διακαιολογημένα συνδέουν με αυτό το σιναΐτικο-αγιορείτικο κίνημα του 14ου και 15ου αι.. Στους Σιναΐτες μοναχούς ανήκει, πιθανώς, ο οσιομάρτυρας Ιωάννης «Στιένιτσκι». Ο όσιος Ιωάννης πρώτα ασκούταν σε σπήλαιο στο «Λέσιε». Εκεί κατά την επιθυμία του δεσπότη Στέφανου αντέγραψε το 1412 το «Πανεγκίρικ» (φυλασσόταν στη μονή Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος˙ κάηκε σε πυρκαγιά το 1901). Λόγω της τουρκικής εισβολής από εκεί αποτραβήχτηκε στη μονή του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, γνωστού με το όνομα «Στιένικ» (η βραχώδης περιοχή του βουνού «Γιέλιτσα»). Μεταξύ των σπηλαίων που υπάρχουν γύρω από τη μονή είναι και το «σπήλαιο του Αγ. Ιωάννη» στο οποίο αυτός ασκούταν, κατά την παράδοση. Στο σπήλαιό του μπορούσες να ανεβείς και να κατεβείς, όπως στο σπήλαιο του «Τρίσο» (κάποιος «Τρίσο» σαλός), με τη βοήθεια «προκών», θαμμένων κάτω από πέτρινο όγκο. Κατά την ίδια παράδοση ο Ιωάννης πρώτα ήταν στο Άγιο Όρος και μετά ήρθε για τον ηγούμεν της μονής «Στιένικ» ο οποίος τότε είχε μία εκατοντάδα καλόγερους και επτά γραφέων». Ο όσιος τον περισσότερο καιρό τον περνούσε με νηστεία και προσευχή˙ στο μοναστήρι κατέβαινε την Κυριακή και στις γιορτές, στη λειτουργία, και τις μέρες που απ΄τις άλλες «πέντε μονές που ήταν εκεί γύρω έρχονταν καλόγεροι για να πάρουν πνευματικές συμβουλές». Έχασε τη ζωή του γινόμενος μάρτυρας. Κατά το αυθεντικό σημείωμα του ιερέα «Ίλια» του 1474 στην εκκλησία «Γιέζεβιτσα», «σκότωσε άθεο χέρι ισμαηλητικό τον Ιωάννη το «Στιένιτσκι» από το «Λέσιε»». Αυτό συνέβη τη μέρα της Πεντηκοστής το 1462, κατά άλλους στο «Προσκήνυμα», πηγή πάνω από τη μονή, ενώ κατά άλλους τον έκλεισαν στην εκκλησία μαζί με καλόγερους και με άλλους ανθρώπους, τους έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν ζωντανούς. Κατά μία τρίτη εκδοχή οι Τούρκοι, κοντά στο μοναστήρι, τον έμπηζαν πάνω σε ένα παλούκι και έκαψαν το μοναστήρι. Αυτήν την εποχή στις κοιλάδες του ποταμού «Δυτική Μόραβα» και του ποταμού «Μόραβα» του «Γκόλια» (βουνό) υπήρχαν πραγματικά δυνατές μοναστικές αποικίες, ιδιαίτερα στην «Οβτσαρσκο-κάμπλαρσκα» κλεισούρα, στην οποία το μοναστήρι «Νίκολιε» είχε 300 καλόγερους. Και το μοναστήρι «Στιένικ» είχε αρκετούς μοναχούς, από τους οποίους μερικοί αντέγραφαν βιβλία. Αυτό το δείχνει και ο χώρος στη δυτική πλευρά της μονής, ακριβώς δίπλα στο ρυάκι του προσκηνύματος, ο οποίος λέγεται «πίσαρνιτσα» (=εκεί όπου γράφουν).
Στην προαναφερθείσα σπηλιά στο «Λέσιε» (από την οποία ο Ιωάννης ο Σιναΐτης πήγε στη μονή «Στιένικ»), σημερινή μονή της Αγ. Παρασκευής κοντά στο «Πάρατσιν», βρίσκεται επίσης κατά την παράδοση, ο τάφος ενός άγνωστου ανώνυμου Σιναΐτη. Και σήμερα ο λαός συγκεντρώνεται στο μνήμα του και στην πηγή και φέρνει δώρα. Ίσως αυτός ο άγιος είναι ο γέροντας Διονύσιος, ο ιδρυτής της μονής και γιος του κτήτορα, ηγεμόνα «Βούκοσαβ»; Η σχέση αυτής της «ερήμου» με τη μονή Χιλανδαρίου (ο «Βούκοσαβ» την έδωσε στο Χιλανδάρι το 1360, και ο εγγονός του Βενέδικτος, τον πήρε πίσω μαζί με τον πατέρα «Τσρεπ»), η διαμονή στο Χιλανδάρι του Ιωάννη του «Στιένιτσκι», και ο τάφος του δεύτερου ανώνυμου Σιναΐτη, δείχνουν τη σχέση της ερήμου του «Λέσιε» με το Άγιο Όρος και με τους Σιναΐτηες μοναχούς.
Το ίδιο και στη μονή «Βίτοβνιτσα στο «Πέτροβατς στη Μλάβα», της οποίας η δημιουργία συνδέεται με την περίοδο του ηγεμόνα Λάζαρου, υπάρχει ο τάφος άλλου ενός ανώνυμου Σιναΐτη. Ο ανώνυμος όσιος Σιναΐτης είναι θαμμένος στη δυτική πλευρά του μεσαίου τμήματος της εκκλησίας. Σήμερα αυτός ο τάφος είναι κενός. Οι ντόπιοι καταφεύγουν εκεί για να θεραπευτούν.
Εκτός από τον όσιο Γρηγόριο το «ΒοΪλόβιτσκι», τον οποίο έχουμε αναφέρει, από εκείνη την πλευρά του Δούναβη αναφέρεται ακόμα ένας άγνωστος Σιναΐτης. Ο τάφος του βρίσκεται στη μονή «Μπάζιας» στο «Μπάνατ». Η μονή είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στην αγαπημένη εορτή των Σιναΐτών μοναχών και των ησυχαστών του 14ου και 15ου αι.. Κατά την παράδοση ανεγέρθη τέλη 15ου αι.. Και η μονή «Μποτζάνε» επίσης δημιουργήθηκε το δεύτερο μισό του 15ου αι. (1478). Οι πρώτοι της μοναχοί είχαν φύγει από τη μονή «Ρεσάβα» (ο ιερομόναχος «Νίκανορ», ο Νικόδημος, ο Φιλόθεος, ο Γεράσιμος, ο Θεοφύλακτος, ο διάκονος «Γκέρμαν», ο Ελευθέριος και ο «Αξέντιε». Αυτοί αποτραβήχτηκαν, μπροστά στον κίνδυνο των Τούρκων, επειδή η «Ρέσαβα» δύο φορές (1439, 1456) ερημώθηκε. Με αυτήν τη μετακίνηση των μοναχών της «Μόραβα», μετακινούνταν και διερύνονταν τα όρια της ευεργετικής επιρροής των σιναΐτικο-αγιορείτικων πνευματικών παραδόσεων.
Γύρω από το ναό που έχτισε ηγεμόνισσα «Μίλιτσα», τη μονή «Λιουμπόστινια», διαμορφώθηκε επίσης το σπήλαιο του «Λιουμπόστινια», ανδροικός μοναστικός οικισμός, που είχε στενές σχέσεις με το Άγιο Όρος και τους Σιναΐτες. Η ίδια η ονομασία μαρτυρά το σιναΐτικό ησυχαστικό πεύμα. Μέσα σε αυτό οι μοναχοί ερημήτες ασχοσλούνταν με τη αντιγραφή βιβλίων. Αυτό το μαρτυρά ο βιογράφος «Ράντοσλαβ», ο οποίος ήρθε από το Άγιο Όρος αφού τον παρακάλεσε ο δεσπότης Στέφανος και εκεί αντέγραφε Ευαγγέλια, και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία όπως το Ζωναρά.
Κατά ένα χειρόγραφο του ίδιου «βιογράφου Ράντοσλαβ» για το σημαντικό μοναστικό οικισμό κάτω από το όρος «Βίσοκα» στον ποταμό «Ντάισα». Αυτή η μονή της Γεννήσεως της Θεοτόκου ιδρύθηκε από έναν «ίνοκ», που αντέγραφε βιβλία στο Άγιο Όρος, και που αφού τον παρακάλεσε ο δεσπότης Στέφανος ήρθε πρώτα (γύρω στο 1421) στο σπήλαιο του «Λιουμπόστινια», και επειδή έμεινε καιρό στη Σερβία, ίδρυσε μετά μονή στην οποία συγκεντρωθηκαν 35 μοναχοί. Εκεί νωρίτερα, κατά την επιγραφή, δεν υπήρχαν μοναχοί γιατί το μέρος ήταν «έρημο και στην άκρη». Η μονή ιδρύθηκε την εποχή του δεσπότη Στέφανου και του πατριάρχη Νίκονα. Η μονή είχε στενούς δεσμούς με το Άγιο Όρος˙ γρήγορα έγινε το πνευματικό και αναγεννησιακό κέντρο όλης της περιοχής. Εκεί συγκεντρώθηκαν μοναχοί που λαχταρούσαν «τα ουράνια ταξίδια και του όσιο βίωμα». Γύρω τους μαζευόταν κόσμος από τις ουγγρικές και μουσουλμανικές περιοχές για να πάρουν ευλογία και να προσευχηθούν, και έπαιρναν το δίδαγμά τους και «από τις χρήσιμες συμβουλές άλλαξαν».. Η μονή έπαψε να υπάρχει όταν την κατέστρεψαν οι Ούγγροι, όταν κατέλαβαν το «Γκόλουμπας», και οι μοναχοί αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Ο βιογράφος «Ράντοσλαβ» μετά την καταστροφή της «Ντάλσα» αναφέρεται ότι αντιγράφει βιβλία στη μονή «Μπλαγκοβεστένιε» στο «Ζντρέλα», όπου ασκούταν ο Δινιήλ ο Σιναΐτης. Το πόσο δυνατός ήταν αυτός ο αγιορείτικος ησυχαστικός μοναστοκός οικισμός φαίνεται και από το ότι στο ποτάμι «παλιά Ντάισα» βρέθηκαν επτά παρεκκλήσια.
Από τον τρόπο ζωής στους « Σιναΐτες» θα μπορούσε δίκαια να συμπεριλαμβάνεται και ο άγιος «Εφραίμ» ο ερημίτης, Σέρβος πατριάρχης. Ο άγιος «Εφραίμ» ήταν βουλγαρικής καταγωγής, γεννημένος γύρω στο 1311, ζούσε στο Άγιο Όρος, από όπου λόγω των Τουρκικών εισβολών πέρασε με τους μαθητές του, πρώτα στην «Ίμπαρσκα» κλεισούρα, μετά στη «Ντετσάνσκα» έρημο, και κατόπιν σε έναν αμμότοποστο πάνω από το «Μπίστριτσε» στο «Πέτς». Από εκεί εκλέχθηκε πατριάρχης την εποχή της συμφιλίωσης της σερβικής και της κωνσταντινουπολίτικης εκκλησίας (1375). Έφυγε από το θρόνο του δύο φορές, και πήγε πρώτα στη μονή των Αγ. Αρχαγγέλων δίπλα στο «Πρίζρεν», και μετά σε ένα έρημο μέρος, κοντά στο «Πέτς», όπου και κοιμήθηκε στις 15 Ιουνίου 1399. Τα λείψανά του είναι στο πατριαρχείο του «Πετς». Ο Εφραίμ ήταν φίλος με τους τότε ησυχαστές πατριάρχες στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με το «Γιεβτίμιε», τον πατριάρχη του «Τρνοβο», ο οποίος επίσης ήταν ησυχαστής και Σιναΐτης, μέσω του δασκάλου του Θεοδόσιου, του πιο γνωστού μαθητή του Γρηγόριου του Σιναΐτη στη Βουλγαρία. Την εποχή του, χάρη στη συμφιλίωση με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και στις σερβικές συνόδους (1374, 1375), γίνεται αισθητή η πιο δυνατή επιρροή του μοναχισμού πάνω στη Σερβία, αφού έγιναν μαζικές μετακινήσεις προς τη Σερβία, Σέρβων, Ελλήνων και Βούλγαρων μοναχών, και μάλιστα όχι μόνο, όπως προαναφέραμε, μοναχών από τον Άθω, αλλά και από άλλα μοναστικά κέντρα. Αυτήν την εποχή η μετανάστευση των μοναχών διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο. Έτσι μετά την πτώση του αρμενικού κράτους (1375) οι Αρμένοι μοναχοί κατέφυγαν στη Μολδαβία, Βλαχία, Βουλγαρία, και στη Σερβία. Γι΄αυτό είναι λογικό να λέγεται ότι το δεύτερο μισό του 14ου αι. παρατηρείται επίδραση πάνω στον πολιτισμό των βαλκανικών ορθόδοξων λαών της Αρμενίας, Συρίας, Παλαιστίνης, Καυκάσου, ακόμα και της Αραβίας. Τέλη 14ου αι., μετά την πτώση της Βουλγαρίας (1393), ένα δεύτερο μεγάλο κύμα Βούλγαρων μαθητών μοναχών, οι οποίοι επίσης μέσω του πατριάρχη «Γιεβτίμιε» βγήκαν από τη σχολή του Γρηγόριου του Σιναΐτη και των μαθητών του, έφτασε στην περιοχή γύρω από το ποταμό «Μόραβα» και βρήκε καταφύγιο στο δεσποτάτο του Στέφανου του Βίσοκι. Ανάμεσά τους ξεχώρισε ο Κωνσταντίνος ο «Φιλόσοφ», σημαντικός είναι και ο Γρηγόριος Τσάμπλακ κ.α.. Η μονή «Μανάσια», ψυχοφελές ίδρυμα του Στέφανου Βίσοκι, έγινε πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο και το μέρος που γέννησε τη «Ρεσάβσκα» σχολή, της οποίας η επίδραση έφτασε αργότερα όχι μόνο μέχρι τη Βουλγαρία αλλά και μέχρι τη Ρωσία.
Στο σιναϊτικό κίνημα και στους Αγιορείτες ησυχαστές ανήκει πνευματικά και χρονικά και ο όσιος Νικόδημος ο «Τισμάνσκι», ιδρυτής πολλών μονών στη Ρουμανία, ο δίκαια επονομαζόμενος «Ρουμάνος διαφωτιστής». Γεννημένος στη Μακεδονία από πατέρα Έλληνα και μάνα (κατά την παράδοση) Σερβίδα (ρουμανικοί βίοι γράφουν ότι ήταν μακεδονοβλάχικης καταγωγής), αισθανόταν «κατά το Ευαγγέλιο το ίδιο και Έλληνας και Σέρβος και Ρουμάνος, γιατί δεν κοίταζε τη σωματική του καταγωγή, αλλά τη Θεοδοθείσα αγιοσύνη και ευλάβεια. Μόνασε στο Άγιο Όρος στη σερβική μονή˙ ήταν κοντινός φίλος του γέροντα Ησαΐα, του Βούλγαρου πατριάρχη «Γιεβτίμιε», του ηγεμόνα Λάζαρου, και μέλος της σερβικής αποστολής για τη συμφιλίωση με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αυτόν λέγεται στο βίο του «ίνοκ» Ησαία: «Τίμιος και αγιασμένος άνδρας δυνατός στα βιβλία, ακόμα δυνατότερος στη νόηση και στους λόγους και στις απαντήσεις»! Πριν πάει στη Ρουμανία ο Νικόδημος ανάμεσα στο «Τέκιε» και στο «Κλάντοβ» ίδρυσε τη μονή της Αγίας Τριάδος στην «Κράινα». Εκεί, γύρω του μαζεύτηκε ομάδα μοναχών από το Άγιο Όρος και τη Σερβία. Η μονή σήμερα είναι γνωστή με το όνομα «Μάναστιριτσα». ΄
Σύγχρονος των Σιναΐτών ήταν και ο όσιος «Γιοανίκιγιε Ντεβίτσκι» από το δεύτερο μισό του 14ου αι. και το πρώτο μισό του 15ου αι.. Φορέας του ίδιου σιναϊτικού ερημιτικού πνεύματος και του μυστικού ησυχαστικού βίου. Καταγόταν από το «Ντούκλιε», ασκούταν στο «Τσρνα Ρέκα», και όταν έγινε γνωστός εξαιτίας της ζωής του, έφυγε στην έρημο «Ντρένιτσα», όπου και κοιμήθηκε (1430)˙ εκεί μέχρι σήμερα αναπαύονται τα άγια λείψανά του (γιορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου). Η ακολουθία του μαζί με το συναξάρι, την οποία έγραψε πιθανώς κάποιος αδελφός της μονής «Ντρένιτσα», είναι ολόκληρη μέσα στην ησυχαστική παράδοση, όπως και η ακολουθία του Μάρκου προς τιμήν του πατριάρχη ησυχαστή «Εφραίμ». Είναι ο ίδιος πνευματικός κύκλος και η ίδια πνευματική έμπνευση.
Η εμφάνιση του «Γιοανίκιγιε Ντεβίτσκι» του ερημίτη, και μάλιστα από το Μαυροβούνιο, δεν είναι τυχαία. Και στο Μαυροβούνιο επικράτησε αυτό το πνευματικό κίνιμα και έγινε ένα από τα κέντρα που προσέλκυαν τους ησυχαστές αυτής της εποχής. Αυτό το επιβεβαιώνουν οι εκκλησίες του μοναστικού οικισμού στα «Σκάνταρσκα» λίμνη του «Αγίου Όρους» του Μαυροβουνίου. Ξεχωριστής σημασίας είναι η «Στάρτσεβα Γκόριτσα», που αναφέρεται την εποχή του «κυρίου Μπάλσα» και του Τζούρατζ Μπάλσιτς (1368-1371). Η «Στάρτσεβα Γκόριτσα» πήρε το όνομά της από τον άγιο γέροντα Μακάριο (του ιδρυτή της). Έτσι λέγεται μέχρι σήμερα και το νησί πάνω στο οποίο βρίσκεται.
Με βάση τις «Επιστολές του κυρίου «Σιλουάν»» σε μία ανθολογία γραμμένη γύρω στο 1418 (χειρόγραφο αρ. 22), που βρέθηκαν στη μονή «Σάβινα», μάθαμε περισσότερα για ακόμα ένα σημαντικό ησυχαστή, που ήταν κοντά στους σιναϊτικαούς κύκλούς εκείνης της εποχής- τον κύριο «Σιλουάν». Αυτός ο «Σιλουάν» πιθανώς είναι ο ίδιος με το μοναχό «Σίλαν», τον αγιορείτη «δημιουργό των «πασχάλιγιε»» 1355/56, ο οποίος σε ένα σημείωμα στα χειρόγραφα του Αγ. Παύλου αναφέρεται σαν λογοτέχνης με ιδιαίτερες αρετές «πράγματι ο νέος «Σιλουάν» είναι δυνατός στη νόηση και δυνατός στο λόγο». Από τις επιστολές φαίνεται ότι πνευματικός του πατέρας ήταν ο κύριος Ησαΐας. Ο «Ντ. Μπογκντάνοβιτς» υποθέτει ότι ο «Σιλουάν» τις επιστολές τις έγραψε στο Μαυροβούνιο όπου ήρθε από το Άγιον Όρος, λίγο πριν ο κύριος Ησαΐας, και ο όσιος Ρωμύλος ο Σιναΐτης (τον οποίο αναφέρει στις επιστολές) φύγουν από το Άγιο Όρος. Η πορεία του Ρωμύλου λίγο αργότερα μέσω της Αλβανίας, δηλαδή μέσω της ακτογραμμής, δείχνει ότι οι Αγιορείτες περνούσαν κάποιο χρόνο στις παραθαλάσσιες χώρες, κυρίως το Μαυροβούνιο. Είναι γνωστό ότι και ο ίδιος ο γέροντας Ησαΐας με τον «Νικάνταρ» και με «μια μικρή αδελφότητα» ζούσε πολύ καιρό στη «δυτική χώρα» όπου ίδρυσε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Μάλλον αναφερόμαστε στις περιοχές του Μαυροβουνίου. Με βάση μία τοποθεσία από το επιστολές ο «Ντ. Μπογκντάνοβιτς» υποθέτει ότι ο «Σιλουάν» γράφει αυτά τα γράμματα στο Γρηγόριο το Νεώτερο το Σιναΐτη, το μαθητή και βιογράφο του Ρωμύλου του «Ραβάνιτσκι». Όλα αυτά τα γράμματα είναι στην πραγματικότητα ανταλλαγή σκέψεων για το παροδικό της ανθρώπινης ζωής και τις αιώνιες αξίες της Θείας αγάπης τις αρετές και τις αγιότητες, και εκφράζουν απόψεις πάνω στις οποίες επαφίεται η σιναϊτική φιλοσοφία ζωής.
Με το σιναϊτικο-αγιορείτικο ησυχαστικό κίνημα του 14ου αι., συνδέεται οργανικά και η άνθιση της ξακουστής μοναστικής όασης στα Μετέωρα στη Θεσσαλία. Ο ιδρυτής της μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα «Μεγάλα Μετέωρα», ο όσιος Αθανάσιος των Μετεώρων, βρισκόταν σε προσωπική επικοινωνία, τον καιρό της διαμονής του στο Άγιο Όρος και στην Κωνστντινούπολη, με το Γρηγόριο το Σιναΐτη το Γηραιότερο, το Δανηίλ τον ησυχαστή, τον Ισίδωρο και τον Κάλλιστο, αργότερα πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και με άλλες ισχυρές πνευματικές προσωπικότητες από το σιναϊτικό κύκλο και τους αγιορείτες ησυχαστές εκείνης της εποχής. Τα Μετέωρα γνώρισαν την άνθιση ακριβώς την εποχή της σερβικής διοίκησης αυτών των περιοχών. Ο Σέρβος δεσπότης της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, «Γιόβαν Ούρος Παλεόλογκ», μεγάλος θιασιώτης του Αγίου Όρους και των ησυχαστών, όταν παραιτήθηκε από το αξίωμά του, έγινε ένας από τους πιο πιστούς μαθητές του όσιου Αθανασίου. Στο μοναχισμό πήρε το όνομα «Γιόασαφ», έγινε μαζί με τον Αθανάσιο κτήτορας της μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο «Σίροκα Στένα». Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν ερημίτης σε ένα κελί. Έμεινε γνωστός μέχρι σήμερα ως ο όσιος «Γιόασαφ» των Μετεώρων. Αυτοί οι δύο μπορούν δικαιολογημένα να ονομαστούν Σιναΐτες, αφού ο όσιος Αθανάσιος ασκούταν στο Άγιο Όρος, σε ένα μέρος που λεγόταν «Μιλέα» υπό την καθοδήγηση του Γρηγόριου (του Νεώτερου;) και του Μωυσή του ησυχαστή, οι οποίοι ήταν στο στενό κύκλο του Γρηγόριου του Σιναΐτη, του ιδρυτή του σιναϊτικού κινήματος. Σε αυτούς τον παρέπεμψε ο μοναχός Κάλλιστος, αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, που τότε ασκούταν στη σκήτη «Μάγκουλ». Στη διαδρομή από το Άγιο Όρος στα Μετέωρα αυτός επισκέφθηκε, μαζί με το γέροντά του Γρηγόριο και τον πνευματικό του αδελφό Γαβριήλ, τον επίσκοπο Ιάκωβο, πολύ κοντινό του όσιου Γρηγόριου του Σιναΐτη, για τον οποίο έχουμε μιλήσει. Ο μητροπολίτης ήταν και αυτός που τους έστειλε στα Μετέωρα.
Με βάση μία αναφορά σε ένα χειρόγραφο Ιερατικόν, Ωρολόγιον και μία ανθολογία από το 15ο /17ο αι., που βρέθηκε στο χωριό «Βέλικα Μούτσνα» (Κροατία), ο «Λεόντιγιε Πάβλοβιτς» θεωρεί ότι στους Σιναΐτες πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε ακόμα οκτώ πρόσωπα. Πράγματι σε έναν ύμνο στους αγίους που ξεκινάει με τις λέξεις «Εις την δόξαν», και λήγει με τον έπαινο προς τους Σέρβους αγίους, δίπλα στο όνομα του Συμεών και του Σάββα, του «Πρόχορ Πτσίνσκι», του «Γιόβαν Ρίλσκι», του «Γιοάκιμ Οσόκοβσκι» και του «Γκάβριλο Λέσνοβσκι», αναφέρεται και η «όσια τε μορφή του Συμωνος με το Γρηγόριο, του «Γκονίσιγιε» με τον Παύλο, του Αθανάσιου με τον Πέτρο, μαζί τους τε ο «Μάξιμ» και ο «Νιλ» ο θαυματουργός˙ τελευταίο, ο ύμνος αναφέρει τον «άγιο ηγεμόνα Λάζαρο τον στη Ραβάνιτσα αναπαυόμενο». Αυτή η ικασία του «Λ. Πάβλοβιτς» δεν είναι αβάσιμη, μόνο που εδώ δεν πρόκειται για κάποιους Σιναΐτες μοναχούς που ζούσαν στη Σερβία, αλλά για γνωστούς αγιορείτες ασκητές, από τους οποίους κάποιοι άνηκαν άμεσα στο σιναϊτικό κίνημα και ήταν πολύ κοντά στους σιναΐτικο-αγιορείτικους κύκλους. Δεν είναι ξεκάθαρο για ποιον Σύμωνα πρόκειται, αν δεν είναι ο ησυχαστής Σύμων ο θαυματουργός, ιδρυτής της μονής της Συμωνόπετρας, για τον οποίο υπάρχει παράδοση που λέει ότι ήταν Σέρβος. Ο Γρηγόριος μάλλον είναι ο Γρηγόριος ο ιδρυτής της μονής Γρηγορίου, τον οποίο η παράδοση ταυτίζει με το Γρηγόριο το Σιωπηλό από τη μονή του «Γκόρνιακ». Ο «Γκονίσιγιε» και ο Παύλος θα έπρεπε να είναι οι ιδρυτές των μονών Διονυσίου και Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος, οι οποίες αυτό το διάστημα ήταν πλημμυρισμενες από Σέρβους μοναχούς και μαζί με τη Συμονόπετρα είχαν στενούς δεσμούς με τις χώρες του σερβικού έθνους και τους Σέρβους εξουσιαστές (κυρίως με τους «Μρνιάτσεβιτς»). Ο όσιος Διονύσιος («Γκονίσιγιε»), καταγόταν από την Αλβανία, από την Κοριτσά, κοντά στα βουνά της Καστοριάς. Όσον αφορά το «Μάξιμο και τον «Νιλ» το Θαυματουργό» είναι δύο γνωστοί ησυχαστές της περιόδου αυτής. Πρόκειται για το Μάξιμο τον «Καβσοκαλίβιτ», μαθητή του γέροντα Μάρκου από το όρος «Γκαν» στη Μακεδονία. Ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης με τον ερχομό του από το Σινά μέσω της Κρήτης, ήταν πολύ κοντά σε αυτόν. Ζούσε απόμονωμένος, σαν σαλός. Στον πατριάρχη Κάλλιστο, στη διαδρομή για της Σερβία, σχετικά με τη συμφιλίωση του σερβικού και του Κωνσταντινουπολίτικου πατριαρχείου, του προφήτευσε το θάνατο. Όπως ο πατριάρχης Κάλλιστος, έτσι και όλοι αυτοί οι άγιοι μοναχοί ήταν ησυχαστές. Είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας αυτού του Ύμνου να είναι κάποιος Σέρβος μοναχός, αγιορείτης, που ασκούταν σε κάποια από τις προαναφερθείσες μονές, και από αγάπη προς τους κτήτορές τους, τους έβαλε στο Ιερατικόν του, ανάμεσα στους Σέρβους αγίους. Ο Αθανάσιος και ο Πέτρος, που επίσης αναφέρονται, υποθέτουμε ότι είναι οι γνωστοί ιδρυτές του αγιορείτικου μοναχισμού: ο Αθανάσιος ιδρυτής της Μεγάλης Λαύρας, και ο Πέτρος είναι ο πρώτος γνωστός αγιορείτης ασκητής, που ασκούταν στο Άγιο Όρος πριν ακόμα από τον Αθανάσιο. Το ότι αυτοί οι αγιορείτες ασκητές μπήκαν στους Σέρβους αγίους, είναι άλλη μία απόδειξη της αντίληψης του έθνους ως «χριστιανικού λαού», που ήταν μία από τις βασικές ιδιότητες του σιναϊτικο-αγιορείτικου κινήματος και των φορέων του.
Με αυτά ούτε καν πλησιάσαμε την εξάντληση του θέματος των Σιναϊτών και του ρόλου τους στη ζωή των χωρών του σερβικού έθνους το 14ο και 15ο αι., και ακόμα περισσότερο το θέμα του ησυχασμού και της επίδρασής του, συνολικά στο δικό μας πολιτισμό εκείνης της περιόδου. Με αυτό που αναφέραμε το θέμα μόλις άνοιξε. Ελπίζουμε ότι με αυτήν τη σύντομη έκθεση, ένα είναι ξεκάθαρο: δεν είναι τυχαίος ο σεβασμός, τον οποίο τρέφει η δημοτική παράδοση προς αυτούς τους άγιους ανθρώπους˙ με αυτόν τον τρόπο ζωής και με πνεύμα ιδιαίτερης πίστης και αυτοθυσίας, και ταυτόχρονα με προσευχητική και μυστική διαβίωση, αυτοί βαθιά χαράχτηκαν στη μνήμη του λαού. Έγινε σαφές και ότι το κίνημα των Σιναϊτών ήταν πολύ πιο ευρύ από ό,τι δηλώνει η δημοτική παράδοση, η οποία λίγο πολύ τον αριθμό τους το θέτει γύρω στους «επτά Σιναΐτες». Για να μην αναφέρουμε την αξία τους στην ανανέωση του μοναχισμού και της πνευματικής ζωής στη Σερβία το 14ο και 15ο αι˙ στην ανανέωση και τη μεταρρύθμιση της λειτουργικής, της λογοτεχνίας και της ορθογραφίας˙ την ιδιαίτερη συνεισφορά τους στην αφύπνιση της βαθύτερης εκκλησιαστικής αυτογνωσίας και στη μετάδοση και αναβίωση στου Σέρβους αυθεντικών παραδόσεων αγιογραφίας και θεολογίας˙ αυτήν τη σύνδεση των ορθόδοξων λαών μέσω προσωπικής επικοινωνίας και της αναβίωσης στην αυτοσυνείδηση του λαού της άυλης χριστιανικής έννοιας του έθνους. Δίπλα σε όλα αυτά, τα πολύ σημαντικά, να ξεχωρίσουμε στο τέλος εκείνο που αποδείχτηκε ιδιαίτερα σωτήριο τα χρόνια της τουρκικής κατοχής˙ τη συνεισφορά των Σιναϊτών και των ησυχαστών γενικά στο ξύπνημα της αίσθησης της βαθύτερης διάστασης της ιστορίας και όλων των ιστορικών γεγονότων. Σε μία εποχή κλονισμού όλων των κοσμικών αξιών και κέντρων, όταν και οι δομές της ίδιας της χριστιανικής οικουμένης κλυδονίστηκαν, εμφανίστηκαν αυτοί οι φορείς, στην έρημο, της ανθισμένης αισιοδοξίας, και με το ερημιτικό τους έσχατον, με την απροσπέραστη βασιλεία την ουράνια, ανακάλυψαν το χριστολογικό υπόβαθρο της ιστορίας και την απροσπέραστη έννοια όλων όσων συμβαίνουν μέσα σε αυτήν. Η δική τους παρουσία και τα τραγικά ιστορικά γιγονότα συνετέλεσαν στο να ωριμάσει πνευματικά ο σερβικός λαός, μέσα από τα μαρτύρια και να υπογράψει αυτή τη «διαθήκη του Κοσόβου» με το Θεό˙ διαθήκη μέσα στην οποία στο παρελθόν αυτός ο λαός βρήκε σωτηρία, αλλά που για αυτόν έγινε και έμεινε και- οδοδείκτης του μέλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου